24 Νοε 2009

Το Λασπωμένο Πόδι: Ένας Ζωγράφος.

Αυτός είναι ο Reggie Pedro ή Mudfoot. Αφρο-Βρεταννός. Καλλιτέχνης  των δρόμων και των υπογείων του Λονδίνου. Απόδωσε με τη ψυχή στο στόμα, όλα όσα έβλεπε κι ένοιωθε , κυκλοφορώντας στην  πόλη. Τα υλικά του, αν και "παλιά", απλώνονται (στο χαρτί ή στο τελάρο)  με μια ορμή σύγχρονη που δεν  σκοπεύει μηδενιστικά να τα διαλύσει όλα, αλλά που αντίθετα, σαν οικείος αέρας, συμπαρασύρει και συμπεριλαμβάνει : παιδικές μνήμες, ζεστά καλοκαίρια στο γκέτο της πόλης, ήχους απ' τ' ανοιχτά παράθυρα του εργαστηρίου και  σημειώσεις και  σκέψεις για αυτό που θα ρθει...Έφυγε, έτσι ξαφνικά πολύ νέος, πριν απο  δύο χρόνια...
Τον νιώθω, για έναν περίεργο λόγο, συγγενή μου. Με ενδιαφέρει  η λιγότερο χρωματιστή και κραυγαλέα φάση του, ο τρόπος που συνθέτει μια εικόνα, ακόμα και το οτι (σκόπιμα;) αφήνει να φανούν κάποια "λάθη" του.
Σας μπέρδεψα;
Δείτε καλύτερα την ιστοσελίδα του.
Τα λέμε σε λίγες μέρες με φρέσκα κι ωραία...

α! Εικονογράφησε και κάποιους δίσκους των GOMEZ(βλ.φωτό) ,που παλιά τους άκουγα συχνά.

17 Νοε 2009

Γ. Το Γήπεδο.



Εθνικός Αλεξανδρούπολης, μπλε πλαστικά καθίσματα  , σπασμένοι προβολείς, και ένα γκράφιτι "welcome to hell". Ησυχία. Ένας γλάρος πετάει. To γήπεδο της πόλης περιμένει τη Κυριακή.
 Κυριακή παρά Κυριακή, μαζεύονται εδώ οι λιγοστοί  φίλαθλοι.  Άνδρες , με μπλε  κασκόλ ροκανίζουν το κυριακάτικο απόγευμα τους, μασουλώντας, βαρετά σάντουιτς με λουκάνικο και μουστάρδα πριν αρχίσει το ματς.
Στο ματς σπάνια ακούς φωνές χαράς, πιό συχνά ακούς το προπονητή να γαβγίζει σε κάθε σφύριγμα. Σαν γνήσιος Έλληνας, αισθάνεται διαρκώς αδικημένος και του ρχεται να σκάσει.
  Στα γήπεδα η Ελλάδα , άλλοτε, αναστέναζε. Μετά αναστέναζε κάτω απ’'το μπαλκόνι ενός ηγέτη, πιο πρόσφατα στα σκυλάδικα ή στη Τιβι, τώρα πια δεν ξέρω... Ίσως έχει ξεχάσει γιατί αναστενάζει.
 Το εγχώριο ποδόσφαιρο, παραπαίει ξανά, η μνήμη των ημερών του Euro μοιράζεται πλάι στα " Τραγούδια του Αγώνα", στις Κυριακάτικες Εφημερίδες.
 Χλιαρός καιρός στη πόλη του Φάρου. 17η Νοεμβρίου με νοτιά που σε αρρωσταίνει. Δύο παιδιά με  βερμούδες περπατούν ανάλαφρα προς το έρημο γήπεδο. Στο σχολείο τους, για μια ακόμη φορά, «γιόρτασαν» μηχανικά και στείρα τις παλιές εκείνες μέρες. Η φωτιά έγινε σύνθημα και το σύνθημα, συνήθεια. Στο άδειο γήπεδο, τουλάχιστον, είναι προφυλαγμένα απ’ το αφόρητο και, για χιλιοστή φορά, κακοπαιγμένο  «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ», και τον βαρετό λόγο των αρμοδίων καθηγητών, για τα διάφορα «νοήματα» και «μηνύματα» της επετείου. Ίσως σ' αυτό το άδειο γήπεδο, έχει κανείς την απαραίτητη ησυχία, για να δει τα πράγματα πιο καθαρά.





6 Νοε 2009

Γ. Οι Γέροι.


Τους προσπερνάω μες τη βιασύνη μου, ενώ αυτοί πάνε σιγά -σιγά . Tους βλέπω πίσω από μπαλκονόπορτες, αργές σκιές μπροστά τη τηλεόραση.  Από το πρωί περιμένουν, το μεσημεριανό φαγητό, το βραδινό δελτίο. Ο κόσμος τους είναι στενός: Aπ’ το κρεβάτι, στο παράθυρο και μετά στη πολυθρόνα.  Οι έγνοιες τους μικρές : να βάλουν μέσα τον βασιλικό, να ταΐσουν τα γατιά. Γι αυτούς, το 2009 που φεύγει δεν διέφερε σε τίποτα απ’ το 2008, κάθε Κυριακή θα πιουν το ημίγλυκο τους, αυτό που άλλοτε τους έκανε να τραγουδούν και τώρα πια , τους κάνει πιο βουβούς. Οι γέροι δεν μιλούν πια, δεν έχουν αυταπάτες, ακόμα κι αυτοί που είναι πλούσιοι είναι πια «φτωχοί», δεν έχουν πια όνειρα. Η εφημερίδα, τους φέρνει ύπνο, οι αλλαγές εκνευρισμό. Φοβούνται να μείνουν μόνοι, μα και παρέα να χουν, πάλι μόνοι μένουν, βουτώντας στη σιωπή.
 Πώς να μιλήσεις για τους γέρους της πόλης ; Από ποια σκοπιά;  Όλοι είμαστε μελλοντικοί γέροι. Μήπως καλύτερα πρέπει να μιλάμε για «πρώην» νέους, ή καλύτερα για παιδιά που γέμισαν ρυτίδες; Oι ηλικιωμένοι της Αλεξανδρούπολης δε διαφέρουν και πολύ απ’ αυτούς της Αθήνας(ή του Παρισιού), άλλωστε, όπως λέει κι ο Ζακ Μπρελ,  σε μια «επαρχία» ζεις έτσι κι αλλιώς, όταν ζεις τόσο πολύ .

κι' ακολουθεί αυτό
ή αυτό:


Jacques Brel
LES VIEUX
1963


Les vieux ne parlent plus ou alors seulement parfois du bout des yeux
Même riches ils sont pauvres, ils n'ont plus d'illusions et n'ont qu'un coeur pour deux
Chez eux ça sent le thym, le propre, la lavande et le verbe d'antan
Que l'on vive à Paris on vit tous en province quand on vit trop longtemps
Est-ce d'avoir trop ri que leur voix se lézarde quand ils parlent d'hier
Et d'avoir trop pleuré que des larmes encore leur perlent aux paupières
Et s'ils tremblent un peu est-ce de voir vieillir la pendule d'argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui dit: je vous attends

Les vieux ne rêvent plus, leurs livres s'ensommeillent, leurs pianos sont fermés
Le petit chat est mort, le muscat du dimanche ne les fait plus chanter
Les vieux ne bougent plus leurs gestes ont trop de rides leur monde est trop petit
Du lit à la fenêtre, puis du lit au fauteuil et puis du lit au lit
Et s'ils sortent encore bras dessus bras dessous tout habillés de raide
C'est pour suivre au soleil l'enterrement d'un plus vieux, l'enterrement d'une plus laide
Et le temps d'un sanglot, oublier toute une heure la pendule d'argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, et puis qui les attend

Les vieux ne meurent pas, ils s'endorment un jour et dorment trop longtemps
Ils se tiennent la main, ils ont peur de se perdre et se perdent pourtant
Et l'autre reste là, le meilleur ou le pire, le doux ou le sévère
Cela n'importe pas, celui des deux qui reste se retrouve en enfer
Vous le verrez peut-être, vous la verrez parfois en pluie et en chagrin
Traverser le présent en s'excusant déjà de n'être pas plus loin
Et fuir devant vous une dernière fois la pendule d'argent
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non, qui leur dit: je t'attends
Qui ronronne au salon, qui dit oui qui dit non et puis qui nous attend.


αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες