26 Ιαν 2019

Καφενείο Φίλων Στέλιου Καζαντζίδη




Έβρεχε απ’ το πρωί, το μεσημέρι ήταν σκοτεινό. Όλοι εδώ στην Κοζάνη με προετοίμαζαν για τα μείον...τόσο που θα έρθουν – και να που ήρθαν. Περιμένοντας να πάρω το αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, πήγα και χώθηκα στο πρώτο στέκι που βρήκα μπροστά μου. Με τέτοιον καιρό, οι όποιες απαιτήσεις μας περί αισθητικής χαλαρώνουν, το μόνο που θέλουμε είναι να ζεσταθούμε.
«Καφενείο - Οι 4 Εποχές». Στο τζάμι η επιγραφή «Στηρίξτε τα παραδοσιακά & συνοικιακά καφενεία, η πιο φθηνή διασκέδαση -Σωματείο Καφεπωλών Κοζάνης». Κοίταξα ανάμεσα στις πολυκαιρισμένες σωμόν κουρτίνες, στο εσωτερικό δυο τύποι αμίλητοι έβλεπαν προς τα έξω. Έσπρωξα την πόρτα με το αυτοκόλλητο ΕΔΩ ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΜΠΑΛΑ και μπήκα μέσα παρέα με το σκουφάκι μου και τη συστολή μου. Δυο λάμπες νέον φώτιζαν μυστήρια το μέρος. Τραπέζια με πράσινη τσόχα. Στους τοίχους αντικριστά ζωγραφισμένα αλπικά τοπία στο ύφος του Bob Ross, με κυνηγούς. Την ατμόσφαιρα κυνηγιού, την τόνιζαν ακόμη πιο πολύ τα κρεμασμένα τόξα και βέλη και οι ξύλινες κεφάλες ελαφιών που ολοκλήρωναν τη διακόσμηση. Ένα κινητό φόρτιζε αργά σε μια πρίζα δίπλα στο κεφάλι του πιο μελαγχολικού απ' τους δυο θαμώνες του μαγαζιού. Πιο κει ημερολόγιο μιας περασμένης χρονιάς με την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου, μια εικόνα της Παναγίας και ένα μπαρ με χρωματιστά διακοσμητικά μπουκάλια που είχαν παραμορφωμένους λαιμούς. Τα μόνα στοιχεία που δεν απέπνεαν πλήξη, ήταν δύο καθρέφτες με τυπωμένες τις μορφές του James Dean και της Marilyn Monroe και η, πάντα ζωηρή, φωνή της Βλαχοπούλου απ’ την ανοιχτή τηλεόραση.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, ήταν άλλο. Ίσως ασυνείδητα, το στοιχείο αυτό να ήταν και ο μόνος λόγος που μπήκα στο μαγαζί: Τέσσερις φωτογραφίες του Στέλιου Καζαντζίδη σε διαφορετικές ηλικίες, «Η Ζωή του Όλη» τοποθετημένη προσεκτικά σε καδράκια στο πιο ψηλό σημείο. Στην πρώτη, νέος με μαλλί κοκοράκι και κατάλευκα δόντια, όπως οι τραγουδιστές της «χρυσής» εποχής της Sun Records. Ηχογραφεί στο στούντιο μπροστά στο, αντίστοιχης εποχής, κρεμαστό μικρόφωνο. Στο πλάι του ίσως να βρισκόταν η Μαρινέλλα με ανοιξιάτικο φορεματάκι να του κάνει διακριτικά σιγόντο. Πιο δίπλα στα 90’s, κοτσονάτος εξηντάρης γενειοφόρος να κρατάει την κιθάρα με σιγουριά. Από πάνω του, ο ήλιος του Απόδημου Ελληνισμού να τον φωτίζει νοητά και να σκορπίζει τα γκρίζα σύννεφα απ τις δικαστικές διαμάχες του με το Νικολόπουλο. Στην τρίτη, με λίγη φαβορίτα και λευκό ζιβάγκο,  ίσως την εποχή που είχε πάρει τη γενναία απόφασή του ν’ αποχωρήσει οριστικά απ το πάλκο. Και στην τελευταία φωτογραφία, νεότατος πάλι, το σκούρο βλέμμα του να έρχεται σε αντίθεση με το άσπρο του πουκάμισο, σαν είδωλο του Ινδικού κινηματογράφου.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι ο «κόσμος» του Καζαντζίδη μου είναι ξένος. Ούτε ποντιακές ρίζες έχω απ’ όσο ξέρω, ούτε ο πατέρας μου μεράκλωνε ποτέ με τέτοια τραγούδια τις Κυριακές τα μεσημέρια, ούτε κοντινούς συγγενείς έχω που φύγαν στα ξένα. Τέλος, ποτέ δεν αισθάνθηκα το μίσος του κόσμου να με δέρνει σκληρά. Σε στίχους σαν κι αυτούς μ’ ενοχλεί η απευθείας σύνδεση με το θυμικό του λαού. Η εμμονή σ' έναν μονοδιάστατο κόσμο, η διογκωμένη εικόνα του λαϊκού, τίμιου, αδικημένου παλικαριού, που είναι μόνο του και κανείς δεν το καταλαβαίνει. Η κοινωνία, στο είδος τραγουδιού που εκπροσωπεί ο Καζαντζίδης, είναι άκαρδη, πράγμα που αληθεύει κατά βάθος, αλλά οι περισσότεροι ήρωες των συγκεκριμένων τραγουδιών δεν κάνουν κάτι γι' αυτό, δέχονται παθητικά το πεπρωμένο.
Απ' την άλλη, κάτι με συγκινεί βαθειά στον Καζαντζίδη, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς. Αποτελεί για μένα ένα μυστήριο, έναν «κόσμο» γοητευτικό που θέλω ν’ ανακαλύψω. Η ειδωλοποίηση του, το αποτύπωμα της μορφής του στο εθνικό υποσυνείδητο ως λαϊκού μεσσία, οι εκατοντάδες ανά την υφήλιο Σύλλογοι Φίλων Στέλιου Καζαντζίδη, συχνά μου φαίνονται πράγματα γραφικά. Την ίδια στιγμή, η αντοχή του και η επανακάλυψή του τη δεκαετία της Κρίσης, μου προκαλούν θαυμασμό. Το κυρίαρχο στοιχείο όμως είναι η φωνή του, τα άλλα είναι αναλύσεις κι απόψεις που αλλάζουν σαν τα πουκάμισα. Αυτή η φωνή η τόσο ταυτισμένη με τη ψυχή. Νομίζεις πως ό,τι τραγουδάει, το παθαίνει στ’ αλήθεια. Κι αυτή ακριβώς η φωνή είναι το κλειδί που όλα τα ξεκλειδώνει. Κι έτσι ανοίγεται σ’ εμάς όλους, τους άσχετους με αυτά τα θέματα, ο ζορισμένος, μισοσκότεινος αλλά γοητευτικός κόσμος του. Του Καζαντζίδη ο λυγμός, αν και βαθιά υποκειμενικός στο ξεκίνημά του, στο τέλος νιώθεις ότι αφορά τους πάντες. Κάθε είδους αδικημένο (όχι μόνο τον ταξικά αδικημένο), κάθε είδους ερωτευμένο (παράνομο, νόμιμο, ορθόδοξο, ανορθόδοξο). Κι αυτό συμβαίνει γιατί μέσα στην έντασή του, ξεχνάει τα μικροσυμφέροντά του και το μίζερο εαυτό του, και βρίσκει κάτι που αφορά περισσότερους απ' όσους κι ο ίδιος φαντάζεται. Γι αυτόν το λόγο ίσως η δική μου γενιά ανακάλυψε σχετικά νωρίς τους επιγόνους του: Την Εκδίκηση Της Γυφτιάς, τον Παπάζογλου, το Μάλαμα… Αυτή τη «φωνή» είχε ανάγκη ν’ ακούσει. Υπάρχει βέβαια και ο Θέμης Αδαμαντίδης, ένας «απευθείας» επίγονος του Καζαντζίδη, αλλά αυτός θέλει άλλη προετοιμασία για να πας να τον δεις.  Σημασία πάντως έχει να προσπαθείς. Να αντιμετωπίζεις το Ελληνικό Τραγούδι ως ένα Μαγικό θίασο με πολλά, ακόμη, ατακτοποίητα μυστικά και όχι ως ένα στείρο playlist, με τακτοποιημένα κουτάκια.
H ώρα όμως είχε περάσει. Βραδιάζει πάλι σήμερα βραδιάζει κι έρχεται η ώρα… να πάρω το αυτοκίνητο μου απ’ το συνεργείο. Αποχαιρέτησα την ιδιοκτήτρια του καφενείου («Βαρβάρα» ή «Μπάρμπι») και τους δυο βωβούς θαμώνες. Το ονειροπόλο καζαντζιδικό μου απόγευμα, είχε τελειώσει.
*Το κείμενο γράφτηκε για το site του Βύρωνα Κριτζά Sounds Greek to me  https://www.soundsgreektome.gr/stiles/loksi-matia/kafeneio-filon-steliou-kazantzidi

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες