4 Οκτ 2017

Η Κική εκείνο το βράδυ




https://www.youtube.com/watch?v=g8SUnnwWHxM


Πρόλαβα ,ευτυχώς, να πάω κι εγώ, τέλος Σεπτεμβρίου, στη, φθινοπωρινή πια, Ταράτσα του Φοίβου. Ήταν, ίσως, η πιο πολυσυζητημένη της βραδιά. Εκλεκτός guest του Δεληβοριά ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο «πατέρας» όλων των Ελλήνων τραγουδοποιών, παλαιοτέρων και νεωτέρων,  ο πρώτος που τόλμησε να τα πει με μια κιθάρα, με τόση ένταση και αποφασιστικότητα και, μάλιστα, σε βαθύτατα σκοτεινές εποχές. Ήμουν ιδιαίτερα συγκινημένος, αφού τους ξανάβλεπα μαζί στο πάλκο, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια. Φεβρουάριος του 1996, ήταν, θυμάμαι ,  τότε που τους είχα δει για πρώτη φορά μαζί  στη Σφεντόνα της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ήμουν είκοσι χρονών, είχα πάει πρώτη φορά σε τέτοιου είδους μαγαζί , με τρεις φίλους, κι εκεί είχα ακούσει , μεταξύ άλλων, το εξελληνισμένο Obladi Oblada,  αλλά και τα τραγούδια  απ  τον πιο πρόσφατο τότε κύκλο τραγουδιών του Σαββόπουλου τον «Μην πετάξεις τίποτα». Μαζί με τα παραπάνω  λοιπόν, άκουσα για πρώτη φορά   κι αυτό το παράξενα, όμορφο κι εθιστικά λάθος τονισμένο «Λιβερπούλ και Μαντσέστερ» απ την «Κική» του Δεληβοριά, αυτόν τον μικρό ατσούμπαλο στίχο που με φώτιζε παρηγορητικά, για πολύ καιρό αργότερα, στις βαρετές , υγρές, βάρδιες 12-4 , την ώρα που οι αρουραίοι έκαναν τσουλήθρα στους κάβους της πρύμνης της Φ/Γ Ναβαρίνο  όπου παρουσιάστηκα λίγους μήνες μετά από εκείνη τη βραδιά στη Σφεντόνα.

Τότε το ‘96 , αμήχανος καλεσμένος του Σαββόπουλου ήταν ο Φοίβος που ελάχιστοι μυημένοι τον γνωρίζαμε .  Τώρα ο τελευταίος έφτιαχνε την Ταράτσα, που βρισκόταν στο τέλος μιας σειράς καλοκαιρινών παραστάσεων - μια μεταφορά ονειρικού αναψυκτήριου στο σήμερα- με ζουμερές χορεύτριες, stand up comedians  και αδέξιους ταχυδακτυλουργούς .  Σ' αυτή τη  Φελινική παρέλαση ονομάτων, mainstream και μη , που δεν φοβήθηκαν να εμφανιστούν εκεί πάνω και να τα πουν μ’ ένα πιο burlesque τρόπο,  τελευταίος μουσαφίρης ήταν ο Σαββόπουλος και οικοδεσπότης πιά , όλο αυτοπεποίθηση πλέον, ο Δεληβοριάς. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί.

Και δεν ήταν πια Καλοκαίρι, ούτε κυριολεκτικά, λόγω επιδείνωσης καιρού,  αλλά ούτε και μεταφορικά. Η ψυχολογία μου ήταν σαν πετρελαιοκηλίδα που απλώνεται μέρα με τη μέρα στο Σαρωνικό, καθώς είχα μπει για τα καλά στη φθινοπωρινή ρουτίνα, κι  ένας δυνατός ψυχρός άνεμος ήταν έτοιμος να τα σαρώσει όλα : χτύπαγε τέντες , στριφογύριζε με λύσσα τα αθώα χρωματιστά σημαιάκια πάνω απ την σκηνή, ανακάτευε τις παρτιτούρες, σκορπούσε νότες και λόγια και βάσεις μικροφώνων, ακόμα κι αυτό το πελώριο μπουκέτο από  τριαντάφυλλα με την επιγραφή «Η Ταράτσα Του Φοίβου» πηγαινοερχόταν απειλητικά (νομίζω, πάντως πως κάποιος μου είπε πως ήταν από φελιζόλ και να έπεφτε δεν θα έκανε μεγάλη ζημιά), και φυσικά ανέμιζε και τα λευκά γένια και τα ατακτοποίητα ξέφτια απ την κοτσίδα του Δ.Σ. κάνοντας τον έτσι, μαζί και με τα παιχνιδίσματα του προβολέα και τη ένταση της ερμηνείας του,  να μοιάζει με βιβλική φιγούρα. 

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση  η επανεκτέλεση της «Κικής κάθε Βράδυ» απ τους δυο , μετά από σχεδόν 20 έτη. Και ιδιαίτερα το σημείο που ο Σαββόπουλος το αλλάζει και λέει "Αλβανοί και  Ναύτες Γέροι, όλοι μου οι συγγενείς!" εντάσσοντας το έτσι  στο δικό του δημιουργικό σύμπαν.  Αυτή ακριβώς  η στιγμή κι όχι η κάπως αόριστη (κι αγχωτική) προσδοκία για μια βραδιά μέθεξης, ήταν νομίζω το ‘κλειδί’ της επιτυχίας της προχθεσινής βραδιάς στην Ταράτσα. Μικρά ρίγη συγκίνησης. Έτσι κι αλλιώς οι εποχές είναι ζόρικες, όχι  με την έννοια της «σκοτεινιάς», της δυσκολίας των χρόνων που ξεκινούσε ο Σαββόπουλος, αλλά με την έννοια της μιζέριας που επιμένει, μιας αίσθησης ότι μετά από κάτι πραγματικά καλό που είναι δυστυχώς σύντομο ,  ακολουθεί σωρεία κακών που σε προσγειώνουν σε μια επίπεδη πραγματικότητα. Και δυστυχώς αυτό  το παραδεχόμαστε όλο και πιο πολύ και ίσως αυτή η παραδοχή , αυτή η κατάφαση στην πραγματικότητα , μας κάνει να ψάχνουμε , εναγωνίως, σαν φωτάκια  στο σκοτάδι τις λιγοστές στιγμές που αξίζουν . Ο Δεληβοριάς ίσως πρώτος το κατάλαβε αυτό και  γι αυτό στο πάλκο, φορώντας το γαλάζιο κουστούμι του διασκεδαστή, έδειχνε να μην σκοτίζεται για το  μεγάλο «νόημα» , ήθελε απλώς να οργανώσει, ανακαλώντας και ανακατεύοντας πράγματα και πρόσωπα που αγαπάει, μια καλοστημένη παράσταση για να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος , γι αυτό και η ερμηνεία του, ειδικά στην «Κική» είχε , όχι πια το  τραύλισμα του ’96, αλλά μια σιγουριά αληθινή που ωρίμασε σταδιακά όλα αυτά τα χρόνια. Και είχε, προχθές, δίπλα του, τον πρώτο διδάξαντα, αυτόν που είδε πρώτος το τραγούδι, ελληνικό ή μη, ως ένα ενιαίο τοπίο, άλλοτε συναρπαστικό, άλλοτε ενδιαφέρον, άλλοτε θολό, άλλοτε βαρετό, αλλά πάντοτε ενιαίο. Όπως ακριβώς και  η ζωή. Μικρής διάρκειας στιγμές, μικρές φυσαλίδες συγκίνησης και υπέρβασης είναι αυτές που αλλάζουν το τοπίο , αλλά και τη ζωή μας.

Εν κατακλείδι , η διασκέδαση και η συγκίνηση , αυτά τα τόσο παρεξηγημένα και ταλαιπωρημένα κορίτσια των νεανικών μας χρόνων , πρωταγωνίστησαν πάλι προχθές το βράδυ στην Ταράτσα, χωρίς τύψεις και παρακινούμενες απ την καλειδοσκοπική ματιά του Δεληβοριά και την παρουσία-καταλύτη του Σαββόπουλου . Το τοπίο έγινε και πάλι ενδιαφέρον. Αργότερα ίσως να έρθει ξανά και το "νόημα".

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες