Θα μπορούσε να είναι άλλη μια καθημερινή ιστορία. Ένα μικρό ενδοοικογενειακό δράμα
που επέστρεψε κι αυτό, λόγω φθινοπώρου, και εκτυλίσσεται πια εντός των
τεσσάρων τοίχων. Σε μια σκοτεινή κατά τ’ άλλα πολυκατοικία, ένα
διαμέρισμα επιμένει να έχει ένα παράθυρό του φωτισμένο. Ξέρετε, αυτό το
γαλάζιο φως που βγάζει η τηλεόραση. Απ’ το ίδιο παράθυρο ακούγεται
έντονη φασαρία. Ένα αντρόγυνο τσακώνεται μέσα στο διαμέρισμα. Χαλάει ο
κόσμος. Ξαφνικά οι φωνές σταματούν. Το γαλάζιο φως της τιβί σβήνει και
αμέσως μετά το πορτοκαλί της καύτρας του τσιγάρου και μια γυναικεία σιλουέτα
εμφανίζονται έξω στο μπαλκόνι του μέχρι προ ολίγου φασαριόζικου
διαμερίσματος. Προφανώς όλα σταμάτησαν απότομα γιατί εκείνος την
κοπάνησε ή έπεσε και κοιμήθηκε κι εκείνη έμεινε μόνη της στο μπαλκόνι να
καπνίζει. Δεν είχε διάθεση ούτε να σκρολάρει στο κινητό της. Κάθεται βουβή και καπνίζει.
Όλο το παραπάνω θα μπορούσε να είναι
θέμα για ένα νέο τραγούδι. Και δεν εννοώ ένα οποιοδήποτε τραγούδι, σαν
κι αυτά που υπάρχουν άφθονα στο προσωπικό playlist της γυναίκας με το
τσιγάρο: Εκείνη, μες την ησυχία του μπαλκονιού της, είναι πιο πιθανό να
εκτονώνεται με καμιά Nατάσα Μποφίλιου, ή καμιά Πάολα
σε μια πιο ακραία περίπτωση. Μια χαρά μέχρι εκεί, και ως ένα βαθμό στις
μέρες μας είναι και φυσικό. Με τι θα εκτονώνεται το κορίτσι; Με Κόρε. Υδρο. ή με τον Μεγάλο Ερωτικό;
Εγώ μιλάω για το φως ενός τραγουδιού που
θα μπορούσε να γεννηθεί μέσα από αυτή την ιστορία και να εκφράσει τη
βαθιά ανάγκη αυτής της γυναίκας τη συγκεκριμένη στιγμή. Να εντοπίσει
αυτά που τα τραγούδια της εκτόνωσης αδυνατούν. Τι ήχο ή τι
στίχο θα μπορούσε να εκπέμψει η «βουβαμάρα» της μετά από έναν τόσο
έντονο καυγά; Και σίγουρα η «βουβαμάρα» της αυτή, μόνο στείρα δεν θα είναι. Απ’ όλα θα έχει ο μπαχτσές. Στιγμές σκοταδιού κι απόγνωσης: Ο προβληματικός της γάμος και αυτός που δεν την καταλαβαίνει. Στιγμές ρεαλισμού κι απολογισμού: Οι δυσκολίες της καθημερινότητας, «πώς ήμουν και πώς έγινα». Στιγμές κρίσιμων αποφάσεων: «Θα τον παρατήσω». Και τέλος στιγμές οπού η φυγή είναι αναπόφευκτη και μάλιστα σε μέρη «εξωτικά», με ει δυνατόν «εξωτικούς» άνδρες, που σε τίποτα δεν θα θυμίζουν αυτόν εδώ τον αναίσθητο που ροχαλίζει.
Μια ταινία εκτυλίσσεται εντός της με όλα
τα πιθανά σενάρια. Έτσι, απ’ το σκοτάδι των τσακωμών της γεννιέται,
αυτή τη φθινοπωρινή νύχτα στο μπαλκόνι, η ανάγκη να φωτιστεί αλλιώς η ζωή της.
Kάτι δηλαδή καθόλου πεζό, κάτι σχεδόν υπερβατικό. Η συγκεκριμένη
γυναίκα, ως άλλη Μαίρη Παναγιωταρά που κουβαλάει καθημερινά το βάρος των
πολλαπλών ρόλων της (υπάλληλος, σύζυγος, μητέρα…), έχει πιθανόν ως πιο
πολύτιμη στιγμή τη σιωπή στο μπαλκόνι, όταν όλα πια
ησυχάζουν. Αυτό το κενό είναι πλούτος για εκείνη. Αυτή η γυναίκα, μια
πωλήτρια ή μια απλή νοικοκυρά, αισθάνεται πιο έντονα από έναν
«πνευματικό» άνθρωπο την ανάγκη για μια υπέρβαση στη ζωή. Κι ας μη
μπορεί να την προσδιορίσει. Βλέπω πολλές σαν κι αυτήν, όλο και συχνότερα
πια, έξω απ’ τα κάγκελα σχολείων, να περιμένουν το παιδί τους. Πίσω απ’
το προσωπείο της καθώς πρέπει μάνας, υπάρχει ένα μελαγχολικό ερωτηματικό.
Ο άνθρωπος είναι ζώο ανικανοποίητο που θέλει μονίμως άλλα. Αυτό είναι μια αιώνια μάστιγα, που η επαφή με τις Τέχνες τη μαλακώνει, κάπως.
Εδώ έρχεται το τραγούδι,
σαν ένα φωτάκι στη νυχτερινή πολυκατοικία. Με τρόπο φυσικό, χωρίς
τυμπανοκρουσίες, μανιφέστα και συνταγές, να γεμίσει το κενό χωρίς να το
αγνοήσει, ούτε να το καταπλακώσει. Ένα τραγούδι που έρχεται από μακριά,
αλλά που νομίζεις πως γράφτηκε ειδικά για σένα.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των τραγουδιών του Άκη Πάνου, που μόλις τώρα, κάπως όψιμα, εξερευνώ.
Το διπλό CD του Τα Μεγάλα Τραγούδια το παρήγγειλα, κάπως ντροπαλά είναι η αλήθεια, απ’ το Ιντερνέτ. Κατέχει ήδη μια θέση στη λίστα των δίσκων που πρέπει ένα Έλληνας άνδρας γύρω στα 44 να έχει ακούσει. Δίπλα του έχω αφήσει, επίτηδες, κενή τη θέση που θα πάρει το Ghosteen, το νέο άλμπουμ του Νick Cave. Διαλέγοντας τυχαία κάποιους τίτλους απ’ τον μεγάλο κατάλογο του Ακη Πάνου («Εγώ
καλά σου τα ‘λεγα», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Δεν κλαίω για τώρα», «Γιατί
καλέ γειτόνισσα», «Άστη να φύγει», «Η πρώτη δύσκολη στιγμή», «Θα κλάψω
αύριο»), συμπεραίνω με έκπληξη το εξής: Και μόνον η σκέτη
παράθεση των παραπάνω τίτλων με αυτή τη σειρά, βγάζει νόημα, σχηματίζει
μια ιστορία.
Τα τραγούδια του Άκη Πάνου έχουν σενάριο.
Φανταστείτε τους στίχους του στα χείλη ηθοποιών του κινηματογράφου και
ίσως συμφωνήσετε μαζί μου. Ο ίδιος κατάφερε όσα δεν κατάφεραν πολύ
σεναριογράφοι και σκηνοθέτες κινηματογράφου της γενιάς του: Να δώσει ψυχή στους ρόλους του.
Ισορροπώντας ανάμεσα στη λαϊκή σοφία και το μελό, φτιάχνει μια
κινηματογραφική γλώσσα. Λόγια ντόμπρα, λόγια σταράτα λάμπουν μες τον ήχο
των μπουζουκιών (με ολίγον σέβεντις στιβαρό μπάσο) και παίρνουν σχεδόν
ροκ χρεία απ’ τη σκληρή τους αλήθεια.
Ας δούμε τον «Τρελό»:
Μπορεί να βρει στην τρέλα του
αυτά που 'χει ποθήσει
και που δεν αξιώθηκε
να δει και ν' αποκτήσει
αυτά που 'χει ποθήσει
και που δεν αξιώθηκε
να δει και ν' αποκτήσει
Βρε άσ' τον τρελό στην τρέλα του
άσ' τονε στο όνειρό του
Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε
κι έφτιαξε ένα δικό του.
άσ' τονε στο όνειρό του
Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε
κι έφτιαξε ένα δικό του.
Όλοι υποφέρουν μέσα τους ή παραμιλάν
τσακισμένοι από το βάρος μιας μεγάλης απόφασης, στον φαινομενικά απλό
κόσμο του Άκη Πάνου. Κι όσοι είναι στον κόσμο τους περνιούνται εύκολα
για τρελοί. Οι τραγουδιστές νομίζεις ότι επιλέγονται προσεκτικά από τον
ίδιον, για τις ανάγκες ενός ρόλου, για το «σενάριο» του τραγουδιού. Κι αυτοί, με τη σειρά τους, συμμετέχουν ψυχή τε και σώματι. Ο Στράτος Διονυσίου, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Βίκυ Μοσχολιού,
υποδύονται χαρακτήρες. Φράσεις και καταστάσεις της ελληνικής
μικροαστικής κοινωνίας, όπως ήταν το ‘60 και κυρίως το ‘70. Βέβαια η
Ελλάδα έχει αλλάξει από τότε. Το «εγώ καλά σου τα λεγα» δεν προφέρεται
πλέον από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, στέλνεται ως σχόλιο με καρδούλα στο
Messenger. Αλλά ο πυρήνας των τραγουδιών αυτών αγγίζει το σήμερα
περισσότερο ίσως απ’ το «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» της Μποφίλιου,
γιατί στην ουσία ιδιοσυγκρασιακά ο Ελλην δεν αλλάζει και έχει τις ίδιες ανάγκες.
Ποτέ δεν μου άρεσε η υπερβολική
κατανάλωση τέχνης, πόσο μάλλον όταν όλο αυτό πήγαινε κάτω αμάσητο. Και
στην Ελλάδα, ειδικά στην περίπτωση του τραγουδιού, όπου το «πάθος»
περισσεύει, αυτό είναι πολύ συχνό φαινόμενο και έχει πολλές και
διαφορετικής φύσεως «απώλειες». Δείτε πόσοι πληγωμένοι εγωισμοί και πόσοι τόνοι γκρίνιας έχουν εκκολαφθεί στις αδούλευτες ψυχές αυτών που έχουν «καταπιεί» όλο τον Καζαντζίδη. Δείτε τι άθλια μικροαστικά παλατάκια έχτισαν οι στίχοι «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες/ η δουλειά κάνει τους άντρες/ το γιαπί το πηλοφόρι το μυστρί», για να σταθούμε στις πιο γραφικές περιπτώσεις.
Ωστόσο ακόμα και μέσα σε αυτές τις
πολυκατοικίες, μέσα σ’ αυτήν την αθλιότητα της σύγχρονης ζωής, ιδίως
μέσα σ’ αυτήν, υπάρχουν άνθρωποι όπως η γυναίκα που ανέφερα στην
παραπάνω ιστορία, που αφήνουν ανοιχτό ένα φωτάκι. Ένα ανοιχτό ενδεχόμενο
δηλαδή να παρασυρθούν, έστω και την ύστατη στιγμή, από ένα τραγούδι που ούτε καν το είχαν φανταστεί. Ένα τραγούδι που μπορεί να εκφράζει όσα νιώθουν κι όσα δεν μπορούν και δεν χρειάζεται να προσδιορίσουν.
*Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me