26 Δεκ 2019

Όλα μες τη γιορτή είναι

Το μεσημέρι κρύο. Ο ουρανός γκρι μολυβί. Η αγορά  ανοιχτή με όλα τα λαμπάκια της αναμμένα. Ακόμα και τα χασάπικα δείχνουν γιορτινά αυτές τις μέρες: οι χασάπηδες είναι γλυκομίλητοι, τα λουκάνικα, κρεμασμένα και κόκκινα όπως είναι, δεν χρειάζονται γιρλάντες, είναι από μόνα τους «γιρλάντες». Αστεράκια αναβοσβήνουν αυτιστικά πάνω απ τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα αυτών που ψωνίζουν και που τρέχουν να τα προλάβουν όλα. Μια τέτοια βόλτα, με συνδέει με τις αντίστοιχες βόλτες που έκανα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τον πατέρα μου, στη Βαρβάκειο και στα Πέριξ. Απ το ’90 μέχρι και όλη τη δεκαετία του 2000. Η Αθήνα άλλαζε, αλλά οι μυρωδιές και οι ήχοι έμεναν σταθεροί. Απ’ τα μοδάτα μαγαζιά έβγαινε ο ήχος εφησυχασμένης τζαζ που σου έφτιαχνε πάντα τη διάθεση. Ξαφνικά εισέβαλαν απ έξω χαρωποί  γύφτοι  με κλαρίνα. Χαρά θεού. Μετά περνώντας τα σιντάδικα της Σοφοκλέους άκουγες όλα τα τελευταία σουξέ. Μπορεί να τα προσπερνούσαμε αδιάφορα τότε, αλλά σίγουρα τώρα παραδεχόμαστε σχεδόν όλοι πως αποτυπώνουν, με τον τρόπο τους, την εποχή εκείνη:
«Δε μ’ ενδιαφέρει αν έχεις όνομα στην πιάτσα/ και δυνατές στη Σοφοκλέους μετοχές/ δε μ’ ενδιαφέρει αν έχεις γυμνασμένα μπράτσα/ και κάρτα Αμέρικαν Εξπρές. Γιατί σού λείπει αυτό που ψάχνω εγώ να βρω/ μα δεν το ’χει όμως κανείς σας/ κι έχω βαρεθεί μαζί σας/ όλοι οι άντρες ίδια φάτσα/ τάζετ’ ουρανούς με τ’ άστρα. /Μα κανείς δεν έχει αυτό που συνέχεια αναζητώ/ Αυτό το κάτι που θέλω/ που θα με κάνει σαν τρελή να σε θέλω».
2000 Θεσσαλονίκη Έναρξη Πύλη Αξιού.Καίτη Γαρμπή Σάκης Ρουβάς
Η βόλτα στην αγορά τελείωσε, επιστρέφω σπίτι μισοζαλισμένος. Επιμένω ν' ανοίγω, απ το πρωί ως το βράδυ, τα λαμπάκια στο δέντρο, που κατά βάθος είναι το πιο ωραίο πράγμα επάνω στο δέντρο και θα μπορούσαν να υπάρχουν και χωρίς αυτό. Περιμένοντας το γιορτινό τραπέζι βάζω ν’ ακούσω τα «Άπαντα» του Elvis, παραδοσιακά πλέον, από την υπέροχη Sun περίοδό του έως τα χρόνια του Vegas και του φυστικοβούτυρου. Συχνά λερώνω, κατά λάθος, τα εξώφυλλα των CD με τα μελομακάρονα.
Το πρωί έχουν προηγηθεί τα κάλαντα απ’ τα λιγοστά πια παιδάκια. Τους ανοίγω πάντα με χαρά. Κι εγώ μικρός τα έλεγα και τρίγωνο είχα κι απ’ όλα. Το έθιμο κρατούσε ακόμα στις πολυκατοικίες και στις αλάνες της δεκαετίας του 80. Όλο λέω  ότι θα γιορτάσω ως «παραδοσιακός άνθρωπος» χωρίς ποτέ να έχω γνωρίσει πραγματικά την Παράδοση: Καραβάκι με λαμπάκια, εκκλησία την παραμονή, παραδοσιακά κάλαντα, ανάγνωση Παπαδιαμάντη, όλα αυτά τα ωραία πράγματα που μοιάζουν σα να έρχονται από άλλη χώρα ή άλλο πλανήτη, και που για την ώρα τα λυμαίνονται οι πιουρίστες, συχνά στο όνομα μιας «καθαρότητας» και χωρίς συναίσθημα. Η «καθαρότητα» όμως δεν αφήνει χώρο στην απόλαυση. Και οι παλιοί μπερδεμένα τα έκαναν και νεωτερισμούς εισήγαγαν κι απ’ όλα. Όλα μες τη γιορτή είναι. Εγώ πάντως κάθε χρόνο βάζω τα Ελληνικά Κάλαντα, τον ιστορικό δίσκο της Δόμνας Σαμίου και τον απολαμβάνω μες το διαμέρισμα. 
R 10697402 1502608393 1842.jpeg
Με τον Αη Βασίλη ήμουν πάντα καχύποπτος. Θυμάμαι εκείνη την πολαροιντ απ’ τα Χριστούγεννα του 1979 προς 1980. Ήταν στο Μινιόν. Ήμουν γύρω στα τέσσερα και  στα ηχεία του πολυκαταστήματος πρέπει να έπαιζε κάτι σαν το «Να με παίρνανε τα σύννεφα» σε ντίσκο εκδοχή με τη Μαρινέλλα. Η φωτογραφία με δείχνει να χτυπιέμαι κατακόκκινος απ’ το κλάμα στα γόνατα ενός ενοχλημένου Αη βασίλη με στραβή, μάλιστα, γενειάδα. Προφανώς ο τύπος θα ήταν υπάλληλος του καταστήματος και θα ήταν κάπως σκασμένος απ’ την κοπιαστική ημέρα και δεν θα είχε και πολλή υπομονή μ’ εμένα. Τώρα τον καταλαβαίνω. Λίγο μετά το Μινιόν κάηκε, εν μέσω εορταστικής περιόδου μάλιστα.
minion17
Όλα άλλαξαν απότομα, ο απηυδισμένος υπάλληλος του Μινιόν που παρίστανε τον Αη Βασίλη μπορεί να ψήφισε ΠΑΣΟΚ, ίσως και να μπήκε στο Δημόσιο και μετά τέρμα η στολή. Ησύχασε. Εγώ βέβαια εξακολούθησα να μην συμπαθώ πολύ τον τύπο με τα κόκκινα και τη γενειάδα.
Προτιμώ τους δικούς μου προσωπικούς «Αγιοβασίληδες».
Το ελληνικό τραγούδι έχει αρκετούς. Πρώτος και καλύτερος και κλασσικότερος ο Σαββόπουλος, τουλάχιστον αυτός έχει βγάλει δισκάρες. Μετά ο Τζίμης Πανούσης, ένας άγιος με το «διάολο» μέσα του. Ο Μανώλης Ρασούλης θα μπορούσε, επίσης,  να είναι ένας παραπονιάρης Έλληνας Άγιος Βασίλης. Ήταν βιβλική φιγούρα ο αγαπημένος τραγουδοποιός. Ένας άλλος, πιο εναλλακτικός, βγαλμένος κι αυτός λες απ’ την Αγία Γραφή, είναι ο Ψαραντώνης, αν και τώρα που το σκέφτομαι ταιριάζει καλύτερα με τον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο. Ο Π.Ε. Δημητριάδης είναι, επίσης, μια πρόταση στις μέρες μας, για το εγγύς μέλλον.
«Πάει ο παλιός ο χροοόνος ας γιορτάσουμε παιδιααα!»
Ακούω τους γιους μου να το τραγουδάνε κι εγώ σκέφτομαι τα παρακάτω.
Ήμουν γελαστό παιδάκι και μάλλον γι’ αυτό το λόγο η δασκάλα με είχε διαλέξει στην Α’ Δημοτικού να κάνω το Νέο Χρόνο με τα Δώρα. Μου χαν φορέσει, μάλιστα,  ένα στέμμα κι ένα πορτοκαλί ύφασμα σαν κάπα. Ένας μουτρωμένος συμμαθητής μου, καλό φιλαράκι, ενσάρκωνε τον Παλιό τον Χρόνο. Εγώ αν υπολογίζω καλά τώρα,  παρίστανα το 1981, χρονιά  μεταξύ άλλων του μεγάλου σεισμού της Αθήνας, της Θύρας 7 και του ερχομού του ΠΑΣΟΚ στην Εξουσία. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Κάποια άλλη πρωτοχρονιά στη Θεσσαλονίκη που είχα πάει με τους γονείς μου είχα δει κάτι πολύ περίεργο, σαν όραμα, κάτι άσχετο με το θέμα ίσως, αλλά που μες στο μυαλό μου, έχει και κάποια σχέση. Μέναμε σ’ ένα ξενοδοχείο και τη βραδιά της παραμονής είδα το Μανώλη Αγγελόπουλο, να περιμένει σοβαρός στη ρεσεψιόν. Φορούσε γούνινο παλτό και είχε μακριά λαδωμένα μαλλιά, ήταν σαν ροκ σταρ, ένας περήφανος βασιλιάς των τσιγγάνων. Προφανώς θα ετοιμαζόταν να τραγουδήσει σε κάποιο κέντρο για το ρεβεγιόν. Εκείνη τη νύχτα, κάποιοι θεσσαλονικείς θα άλλαξαν τη χρονιά με τα «Μαύρα μάτια σου» και το «Αμάν Κουζουμ Αμάν Γιαβρούμ».
A 1022137 1433429177 6370.jpeg
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ήρθε η στιγμή για το γιορτινό τραπέζι. Εκεί κυριαρχεί πάντα η θαλπωρή και η άφεση αμαρτιών, έστω και με τη μορφή ανακωχής για λίγες ώρες. Γενικώς  όλοι προσπαθούν να δείξουν και να φερθούν γιορτινά. Φιλιά, γέλια, δώρα. Εορταστικά προγράμματα με ζεϊμπεκιές στη τιβί,  που κανείς δε βλέπει. Μια άστοχη κουβέντα ή ένα δηλητηριώδες πολιτικό σχόλιο, μπορεί να οδηγήσει τη βραδιά σε ένα μικρό οικογενειακό δράμα, παρόμοιο μ αυτό που εκτυλίσσεται στο Festen  του Vinterberg.  Όλα μες τη γιορτή είναι εξάλλου. Και όλα μπερδεύονται με τη μυρωδιά της γεμιστής γαλοπούλας ή του χοιρινού με τα δαμάσκηνα που ψήνεται, το κόκκινο κρασί και τη φωνή του Bing Crosby και των υπόλοιπων γιορτινών crooners. Φωνές ζεστές, παρηγορητικές, απ’ τα βάθη του χρόνου, σαν να ίπτανται πάνω απ’ τα κεφάλια μας ή να σιγοντάρουν πίσω απ’ τα έπιπλα καθ’ όλη τη διάρκεια του τραπεζιού. Αυτό οφείλεται τις πιο πολλές φορές στην πλούσια δισκοθήκη του θείου μας που ξεσκονίζεται επιμελώς απ’ το πρωί. Τελικά νομίζω στο τέλος της βραδιάς επικρατεί πάντα μια γλυκεία κούραση και η αγάπη. Ακόμα και στην εποχή που έβραζε το αίμα μας, εμείς βαριόμασταν τελικά να βγούμε έξω στο κρύο και να βρούμε τους φίλους μας σε κάποιο ροκ μπαρ με κουτάκια μπύρας. Το γιορτινό τραπέζι είχε, τότε, για μας, κάτι το ζεστό και γλυκό άλλα και ευνουχιστικό μαζί
Την ώρα του γλυκού, όταν η βραδιά έχει προχωρήσει, παίζουν, σαν από μόνες τους πια, σκόρπιες μουσικές. Συγκινούμαι πάντα με την επιβλητική μελωδία του "Hark the Herald Angel Sing", σε όλες του τις εκτελέσεις, μ αρέσει και κει που ο Σαββόπουλος την εντάσσει στο δικό του «Σχόλιο»: «Γύρω στο '48/ πέρασα από κει κι εγώ». Τα Χριστούγεννα είναι παντού, απ’ την Οξφόρδη έως τη Μακρόνησο.
Κάποιοι στο τέλος πια, χυμένοι στους καναπέδες λίγο πριν τη μέθη ή τον ύπνο, αλλάζουν τα κανάλια της τηλεόρασης. Το κουτί, ο χλωμός πρόγονος του Νέτφλιξ, παίζει ανόρεχτα, όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, το ίδιο σήριαλ: όλοι οι αμφιλεγόμενοι ηγέτες της υφηλίου (φέτος ξεχωρίζει πάλι ο Donald Trump) προσποιούνται τους καλούς, μοιράζουν ευχές για ειρήνη και οι γυναίκες τους συμφωνούν κουνώντας το κεφάλι τους. Μετά αρχίζουν οι ανασκοπήσεις, η χρονιά περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μας σαν ταινία του Γαβρά. Και μετά σειρά έχουν οι δικοί μας. Ο Πρόεδρος και οι πολιτικοί αρχηγοί, ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, δείχνουν με τον τρόπο τους γιορτινοί, μοιράζουν ευχές και αισιοδοξία σ’ έναν κόσμο απαλλαγμένο απ την καθημερινή τριβή, σ’ έναν κόσμο δηλαδή που ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ.
Και μετά, όταν οι αντιστάσεις πέφτουν εντελώς, η νύχτα παραδίνεται στη λαϊκοπόπ δήθεν ανεμελιά της ελληνικής τηλεόρασης, που είναι πια τόσο προβλέψιμη και συντηρητική. Εντούτοις εγώ  πάντοτε τη χαζεύω μαζοχιστικά. Δεν με πειράζει ο Βασίλης Καρράς, είναι με τον τρόπο του κι αυτός γιορτινός κι αυθεντικός, αλλά βαθιά μέσα μου έχω την ελπίδα ότι θα ‘ρθει κάποτε το βράδυ εκείνο που ο Π.Ε. Δημητριάδης των πρώην Κόρε. Ύδρο. θα τον παρουσιάζει ως οικοδεσπότης στη δική του χριστουγεννιάτικη εκπομπή.
   *Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me

11 Οκτ 2019

Ένα φωτάκι στη νυχτερινή πολυκατοικία

Θα μπορούσε να είναι άλλη μια καθημερινή ιστορία. Ένα μικρό ενδοοικογενειακό δράμα που επέστρεψε κι αυτό, λόγω φθινοπώρου, και εκτυλίσσεται πια εντός των τεσσάρων τοίχων. Σε μια σκοτεινή κατά τ’ άλλα πολυκατοικία, ένα διαμέρισμα επιμένει να έχει ένα παράθυρό του φωτισμένο. Ξέρετε, αυτό το γαλάζιο φως που βγάζει η τηλεόραση. Απ’ το ίδιο παράθυρο ακούγεται έντονη φασαρία. Ένα αντρόγυνο τσακώνεται μέσα στο διαμέρισμα. Χαλάει ο κόσμος. Ξαφνικά οι φωνές σταματούν. Το γαλάζιο φως της τιβί σβήνει και αμέσως μετά το πορτοκαλί της καύτρας του τσιγάρου και μια γυναικεία σιλουέτα εμφανίζονται έξω στο μπαλκόνι του μέχρι προ ολίγου φασαριόζικου διαμερίσματος. Προφανώς όλα σταμάτησαν απότομα γιατί εκείνος την κοπάνησε ή έπεσε και κοιμήθηκε κι εκείνη έμεινε μόνη της στο μπαλκόνι να καπνίζει. Δεν είχε διάθεση ούτε να σκρολάρει στο κινητό της. Κάθεται βουβή και καπνίζει.
Πολυκατοικία
Όλο το παραπάνω θα μπορούσε να είναι θέμα για ένα νέο τραγούδι. Και δεν εννοώ ένα οποιοδήποτε τραγούδι, σαν κι αυτά που υπάρχουν άφθονα στο προσωπικό playlist της γυναίκας με το τσιγάρο: Εκείνη, μες την ησυχία του μπαλκονιού της, είναι πιο πιθανό να εκτονώνεται με καμιά Nατάσα Μποφίλιου, ή καμιά Πάολα σε μια πιο ακραία περίπτωση. Μια χαρά μέχρι εκεί, και ως ένα βαθμό στις μέρες μας είναι και φυσικό. Με τι θα εκτονώνεται το κορίτσι; Με Κόρε. Υδρο. ή με τον Μεγάλο Ερωτικό;  
Εγώ μιλάω για το φως ενός τραγουδιού που θα μπορούσε να γεννηθεί μέσα από αυτή την ιστορία και να εκφράσει τη βαθιά ανάγκη αυτής της γυναίκας τη συγκεκριμένη στιγμή. Να εντοπίσει αυτά που τα τραγούδια της εκτόνωσης αδυνατούν. Τι ήχο ή τι στίχο θα μπορούσε να εκπέμψει η «βουβαμάρα» της μετά από έναν τόσο έντονο καυγά; Και σίγουρα η «βουβαμάρα» της αυτή, μόνο στείρα δεν θα είναι. Απ’ όλα θα έχει ο μπαχτσές. Στιγμές σκοταδιού κι απόγνωσης: Ο προβληματικός της γάμος και αυτός που δεν την καταλαβαίνει. Στιγμές ρεαλισμού κι απολογισμού: Οι δυσκολίες της καθημερινότητας, «πώς ήμουν και πώς έγινα». Στιγμές κρίσιμων αποφάσεων: «Θα τον παρατήσω». Και τέλος στιγμές οπού η φυγή είναι αναπόφευκτη και μάλιστα σε μέρη «εξωτικά», με ει δυνατόν «εξωτικούς» άνδρες, που σε τίποτα δεν θα θυμίζουν αυτόν εδώ τον αναίσθητο που ροχαλίζει.
Μια ταινία εκτυλίσσεται εντός της με όλα τα πιθανά σενάρια. Έτσι, απ’ το σκοτάδι των τσακωμών της γεννιέται, αυτή τη φθινοπωρινή νύχτα στο μπαλκόνι, η ανάγκη να φωτιστεί αλλιώς η ζωή της. Kάτι δηλαδή καθόλου πεζό, κάτι σχεδόν υπερβατικό. Η συγκεκριμένη γυναίκα, ως άλλη Μαίρη Παναγιωταρά που κουβαλάει καθημερινά το βάρος των πολλαπλών ρόλων της (υπάλληλος, σύζυγος, μητέρα…), έχει πιθανόν ως πιο πολύτιμη στιγμή τη σιωπή στο μπαλκόνι, όταν όλα πια ησυχάζουν. Αυτό το κενό είναι πλούτος για εκείνη. Αυτή η γυναίκα, μια πωλήτρια ή μια απλή νοικοκυρά, αισθάνεται πιο έντονα από έναν «πνευματικό» άνθρωπο την ανάγκη για μια υπέρβαση στη ζωή. Κι ας μη μπορεί να την προσδιορίσει. Βλέπω πολλές σαν κι αυτήν, όλο και συχνότερα πια, έξω απ’ τα κάγκελα σχολείων, να περιμένουν το παιδί τους. Πίσω απ’ το προσωπείο της καθώς πρέπει μάνας, υπάρχει ένα μελαγχολικό ερωτηματικό.
Ο άνθρωπος είναι ζώο ανικανοποίητο που θέλει μονίμως άλλα. Αυτό είναι μια αιώνια μάστιγα, που η επαφή με τις Τέχνες τη μαλακώνει, κάπως.
Εδώ έρχεται το τραγούδι, σαν ένα φωτάκι στη νυχτερινή πολυκατοικία. Με τρόπο φυσικό, χωρίς τυμπανοκρουσίες, μανιφέστα και συνταγές, να γεμίσει το κενό χωρίς να το αγνοήσει, ούτε να το καταπλακώσει. Ένα τραγούδι που έρχεται από μακριά, αλλά που νομίζεις πως γράφτηκε ειδικά για σένα.
Πάνου

Ας πάρουμε το παράδειγμα των τραγουδιών του Άκη Πάνου, που μόλις τώρα, κάπως όψιμα, εξερευνώ.
Το διπλό CD του Τα Μεγάλα Τραγούδια  το παρήγγειλα, κάπως ντροπαλά είναι η αλήθεια, απ’ το Ιντερνέτ. Κατέχει ήδη μια θέση στη λίστα των δίσκων που πρέπει ένα Έλληνας άνδρας γύρω στα 44 να έχει ακούσει.  Δίπλα του έχω αφήσει, επίτηδες,  κενή τη θέση που θα πάρει το Ghosteen, το νέο άλμπουμ του Νick Cave. Διαλέγοντας τυχαία κάποιους τίτλους απ’ τον μεγάλο κατάλογο του Ακη Πάνου («Εγώ καλά σου τα ‘λεγα», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Δεν κλαίω για τώρα», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Άστη να φύγει», «Η πρώτη δύσκολη στιγμή», «Θα κλάψω αύριο»), συμπεραίνω με έκπληξη το εξής: Και μόνον η σκέτη παράθεση των παραπάνω τίτλων με αυτή τη σειρά, βγάζει νόημα, σχηματίζει μια ιστορία.  
Τα τραγούδια του Άκη Πάνου έχουν σενάριο. Φανταστείτε τους στίχους του στα χείλη ηθοποιών του κινηματογράφου και ίσως συμφωνήσετε μαζί μου. Ο ίδιος κατάφερε όσα δεν κατάφεραν πολύ σεναριογράφοι και σκηνοθέτες κινηματογράφου της γενιάς του: Να δώσει ψυχή στους ρόλους του. Ισορροπώντας ανάμεσα στη λαϊκή σοφία και το μελό, φτιάχνει μια κινηματογραφική γλώσσα. Λόγια ντόμπρα, λόγια σταράτα λάμπουν μες τον ήχο των μπουζουκιών (με ολίγον σέβεντις στιβαρό μπάσο) και παίρνουν σχεδόν ροκ χρεία απ’ τη σκληρή τους αλήθεια.
Πάνου Πρόσωπο

Ας δούμε τον «Τρελό»:
Μπορεί να βρει στην τρέλα του
αυτά που 'χει ποθήσει
και που δεν αξιώθηκε
να δει και ν' αποκτήσει
Βρε άσ' τον τρελό στην τρέλα του
άσ' τονε στο όνειρό του
Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε
κι έφτιαξε ένα δικό του.
Όλοι υποφέρουν μέσα τους ή παραμιλάν τσακισμένοι από το βάρος μιας μεγάλης απόφασης, στον φαινομενικά απλό κόσμο του Άκη Πάνου.  Κι όσοι είναι στον κόσμο τους περνιούνται εύκολα για τρελοί. Οι τραγουδιστές νομίζεις ότι επιλέγονται προσεκτικά από τον ίδιον, για τις ανάγκες ενός ρόλου, για το «σενάριο» του τραγουδιού. Κι αυτοί, με τη σειρά τους, συμμετέχουν ψυχή τε και σώματι. Ο Στράτος Διονυσίου, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Βίκυ Μοσχολιού, υποδύονται χαρακτήρες. Φράσεις και καταστάσεις της ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας, όπως ήταν το ‘60 και κυρίως το ‘70. Βέβαια η Ελλάδα έχει αλλάξει από τότε. Το «εγώ καλά σου τα λεγα» δεν προφέρεται πλέον από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, στέλνεται ως σχόλιο με καρδούλα στο Messenger. Αλλά ο πυρήνας των τραγουδιών αυτών αγγίζει το σήμερα περισσότερο ίσως απ’ το «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» της Μποφίλιου, γιατί στην ουσία ιδιοσυγκρασιακά ο Ελλην δεν αλλάζει και έχει τις ίδιες ανάγκες.
Ποτέ δεν μου άρεσε η υπερβολική κατανάλωση τέχνης, πόσο μάλλον όταν όλο αυτό πήγαινε κάτω αμάσητο. Και στην Ελλάδα, ειδικά στην περίπτωση του τραγουδιού, όπου το «πάθος» περισσεύει, αυτό είναι πολύ συχνό φαινόμενο και έχει πολλές και διαφορετικής φύσεως «απώλειες». Δείτε πόσοι πληγωμένοι εγωισμοί και πόσοι τόνοι γκρίνιας έχουν εκκολαφθεί στις αδούλευτες ψυχές αυτών που έχουν «καταπιεί» όλο τον Καζαντζίδη. Δείτε τι άθλια μικροαστικά παλατάκια έχτισαν οι στίχοι «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες/ η δουλειά κάνει τους άντρες/ το γιαπί το πηλοφόρι το μυστρί», για να σταθούμε στις πιο γραφικές περιπτώσεις.
Ωστόσο ακόμα και μέσα σε αυτές τις πολυκατοικίες, μέσα σ’ αυτήν την αθλιότητα της σύγχρονης ζωής, ιδίως μέσα σ’ αυτήν, υπάρχουν άνθρωποι όπως η γυναίκα που ανέφερα στην παραπάνω ιστορία, που αφήνουν ανοιχτό ένα φωτάκι. Ένα ανοιχτό ενδεχόμενο δηλαδή να παρασυρθούν, έστω και την ύστατη στιγμή, από ένα τραγούδι που ούτε καν το είχαν φανταστεί.  Ένα τραγούδι που μπορεί να εκφράζει όσα νιώθουν κι όσα δεν μπορούν και δεν χρειάζεται να προσδιορίσουν.

  *Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me

Hopper
Edward Hopper, “Night Windows”, 1928.

26 Ιουν 2019

Στην πέτρινη πόλη

Έξι το πρωί. Ο ήλιος βγαίνει απ’ τα Πιέρια όρη. Είναι πια Ιούνιος και την πορεία του δεν τη διακόπτουν τόσο συχνά τα σύννεφα. Φωτίζει αργά, σταδιακά, τα χωριά στους πρόποδες, την κοιλάδα του Αλιάκμονα στα νότια, την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου. Μετά περνάει τη γέφυρα και φτάνει στην Κοζάνη. Κάτω απ’ τα κεραμίδια αποκαλύπτονται άσχημα κτίρια. Φυτρώνουν σε κάθε λόφο. Οι δεκοχτούρες της πόλης αρχίζουν να γουργουρίζουν κάτω απ’ τα γείσα στις σκεπές.
Επτά το πρωί. Το πρωινό πλάγιο φως πέφτει στα πρόσωπα των καθαριστριών του Δήμου με τα κίτρινα γιλέκα. Καπνίζουν και φλυαρούν πριν αρχίσουν τη δουλειά. Τη φλυαρία τους διακόπτει ένα κινητό, που χτυπάει με τον ήχο κάποιου σουξέ του Κωνσταντίνου Αργυρού. Κι όλα αυτά στο Ρολόι, έξω απ τη Μητρόπολη του Αγίου Νικολάου. Σε λίγη ώρα θ’ αρχίσει ο όρθρος. Ψαλμωδίες και Κωνσταντίνος Αργυρός θα ανακατευθούν γλυκά φτιάχνοντας νέο ήχο, ένα βυζαντινο-λαϊκοπόπ χαρμάνι. Με τέτοιο όνομα πάντως, σε άλλες εποχές, ο δημοφιλής τραγουδιστής θα μπορούσε να είναι και βυζαντινός αυτοκράτορας: Kωνσταντίνος Α’ ο Αργυρός. Μες την εκκλησία μια  γυναίκα μαντηλοφορεμένη, που δεν μοιάζει όμως με τις γνωστές στρατευμένες θεούσες μα πιο πολύ με φιγούρα βγαλμένη απ την Καινή Διαθήκη, σκύβει και προσεύχεται. Όλοι κάνουν το σταυρό τους. Και οι καθαρίστριες.
1
Οκτώ παρά κάτι. Η φουρνάρισσα τακτοποιεί τα ζεστά κιχιά, με αργές κινήσεις, σα να μη βιάζεται αυτή τη φορά. Τα κιχιά μες τα μαύρα ταψιά έχουν σχήμα κοχλία. Πιο  δίπλα, κανονικά, θα έπρεπε να έχει κρεατόπιτα. Σήμερα όμως το ταψί είναι άδειο. Την ίδια στιγμή απ’ το ραδιόφωνο που αναμεταδίδει γνωστό αθηναϊκό σταθμό, ο Δημήτρης Καμπουράκης με τη σιγουριά της παλιάς καραβάνας πλέον, μας καλημερίζει δημοσιογραφικά, δηλαδή δυο φορές. Από πίσω στο ηχητικό χαλί ένα τραγούδι με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου πασχίζει ν’ ακουστεί. Η ένρινη φωνή της καταφέρνει και δυναμώνει μόνο στις παύσεις του Καμπουράκη. «Δεν έχει κρεατόπιτα σήμερα;» ρωτάω. «Σήμερα είναι η τελευταία μας μέρα» μου απαντάει η φουρνάρισσα σοβαρά. «Αύριο το μαγαζί κλείνει». Την επόμενη μέρα στην πόρτα του φούρνου, εκεί που σήμερα ο κόσμος ακόμα μπαινοβγαίνει, θα υπάρχει κολλημένη με σελοτέιπ μια ανακοίνωση.
6
Η μέρα προχωράει. Όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν κατακόρυφα, τα γυράδικα αρχίζουν να δουλεύουν. Οι μαθητές σχολάνε απ’ τις Πανελλήνιες. Φούτερ με κουκούλες, φροντισμένες κομμώσεις. Οι ορμόνες χτυπάνε κόκκινο. Οι διαφορετικές «φυλές» τρώνε βιαστικά σάντουιτς με γύρο. Η μουστάρδα και το κέτσαπ λερώνουν τα τραπεζάκια από λευκή μελαμίνη. Μιλάνε φωναχτά. «Εθνίκια» και οπαδοί της λαικοτράπ διαπληκτίζονται. «Η Κοζάνη είναι πολύ λίγη για μένα, σε λέω».
Και ξαφνικά ο ήλιος κρύβεται. Μπουμπουνίζει και μετά φυσάει. Τα τοπικά δίκτυα μιλούν για ολιγόλεπτες χαλαζοπτώσεις σε κοντινές περιοχές. Ο λόφος πάνω απ’ τη Νομαρχία και τα Δικαστήρια, η περιοχή «Αγιάννας της Σκ’ρκας κάτω απ’ το χαμηλό Αηλιά», όπως την αποκαλούν εδώ, σκοτεινιάζει. Και μετά η μπόρα. Δικηγόροι  και νομαρχιακοί υπάλληλοι τρέχουν να προφυλαχτούν. Ο Κοζανίτης Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, ο μετριοπαθής παλιός πολιτικός με τη βραχνή φωνή, περιγράφει στο βιβλίο του Η Πέτρινη Πόλη τον λόφο αυτό, στα χρόνια του, σαν μια περιοχή παγωμένη το χειμώνα, «χωρίς καθόλου πράσινο». Πράσινο έβλεπες «μόνο στις αυλές των σπιτιών, σε τενεκέδες και σε γλάστρες». Μα και στις γύρω περιοχές, όλα τα εδάφη, τα τόσο πλούσια σε ορυκτό πλούτο, είναι άγονα. Μόνο οι μεγάλες μονάδες παραγωγής ρεύματος της ΔΕΗ με τα φουγάρα τους, σπάνε κάπως τη μονοτονία του τοπίου. «Πέτρινη και σκληρή πόλη τη μέρα», συνεχίζει ο Μ.Π., «γλύκαινε με το ηλιοβασίλεμα».
65053667 2333913673488484 7021351933512253440 n
Το απόγευμα ο ήλιος φωτίζει πάλι πλάγια, απ την άλλη μεριά όμως. Οι σκιές μακραίνουν. Όλα γίνονται λίγο πιο ενδιαφέροντα. Στην πιάτσα των ταξί μια σκιά διαφορετική. Μια όμορφη νευρώδης σαραντάρα με γαλανό βλέμμα,  η μοναδική γυναίκα οδηγός ταξί «χορεύει στο ταψί» τους αρσενικούς συναδέλφους της. Εκείνοι γελάνε, μπαινοβγαίνουν στο πρακτορείο του ΟΠΑΠ δήθεν θιγμένοι για να παίξουν Στοίχημα», πίνουν ώρες ατελείωτες χλιαρό καφέ. Συζητούν για την Παοκάρα, για το Βασίλη Καρρά που τα «έσπασε» το περασμένο Σάββατο στο «Kύκλον by Κοσμοκίνηση». Τους κάνω «εικόνα» όλους αυτούς, θορυβώδης ανδροπαρέα, να φοράνε τα «σαββατιάτικά» τους, να στριμώχνονται σε εμπριμέ καναπέδες ανάμεσα σε λέιζερ κι εξωγήινες σερβιτόρες, σ’ ένα κλαμπ σα διαστημόπλοιο, για να δούνε τον Άρχοντα της Πίστας. Και το επόμενο πρωί, η ωραία ταξιτζού να τους ξανά-χορεύει στο ταψί.
4
Στον απέναντι παράλληλο δρόμο, κατεβαίνει πεζός ο μικρός Ραφαήλ. Ρουφάει τη μύτη του κι αδιαφορεί για τους φασαριόζους ταξιτζήδες. Κουβαλάει μια μαύρη θήκη. Έχει μέσα ένα κόρνο. Πάει στην Πανδώρα, τη Φιλαρμονική της πόλης. Ανήκει στη μπαντίνα, στο μουσικό τμήμα όπου διδάσκεται και εκτελεί χαμηλού βαθμού δυσκολίας κομμάτια. Η ίδρυση της Πανδώρας χρονολογείται απ το 1902. Συνδέθηκε η λειτουργία της με τον μακεδονικό αγώνα. Λένε πως ο ίδιος ο Παύλος Μελάς, όταν βρέθηκε στην Κοζάνη, φόρεσε τη στολή μουσικού της Πανδώρας για να περάσει απαρατήρητος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, η Πανδώρα παιάνιζε στους δρόμους της Κοζάνης, τονώνοντας  το ηθικό των κάτοικων. Ο πρώτος αρχιμουσικός στην ιστορία της ήταν Ιταλός κι ο δεύτερος Τούρκος, ο Χασάν Εφέντης. Τώρα οι σπουδαστές της Φιλαρμονικής βιάζονται να τελειώσουν για να πάνε βόλτα στην πλατεία. Το ίδιο κι ο Ραφαήλ. Πρέπει μέχρι την επόμενη Αποκριά να μάθει καλά τον πιο γνωστό κοζανίτικο σκοπό, «Το Έντεκα». Ο σκοπός ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν το ενδέκατο τραγούδι στο βιβλίο με τις παρτιτούρες της Πανδώρας. Έλεγε δηλαδή ο μαέστρος «Πάμε το έντεκα» κι έτσι έμεινε. Ο Ραφαήλ όμως δεν βιάζεται να το μάθει…
Όταν οι ήλιος γίνει ροζ για τα καλά, κατά τις οκτώμισι, οι μουσικές στην πόλη ξεχειλίζουν. Στο μπαλκόνι που κάθομαι έρχονται ήχοι από χάλκινα, πιθανόν απ’ την Πανδώρα. Μια κάποια βαλκανικότης γεμίζει το αεράκι. Λίγο πιο πάνω η χορωδία απ’ το ΚΑΠΗ. Ωραίες φωνές, ιδίως αν σκεφτείς ότι προέρχονται από ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας, που ίσως ασφυκτιούν σε κάποιο διαμέρισμα. Λίγο πιο κάτω ο ντιτζέι μιας μπυραρίας παίζει ένα τραγούδι των Ξύλινων Σπαθιών. Μ' έναν περίεργο τρόπο τα παραπάνω δένουν μεταξύ τους, όλα εντάσσονται σ’ ένα ενιαίο τοπίο, στο μυαλό μου τουλάχιστον.
Βραδιάζει.
Σε λίγο θα κατηφορίσω. Περνάω μπροστά από ένα καφενείο. Γέροι τσακώνονται. Παραπολιτικά και θεωρίες συνομωσίας στο φουλ. Ένας μεθυσμένος με μπύρες από ένα τραπεζάκι βρίζει έναν ορθιο άνδρα, μάλλον αλβανικής καταγωγής εάν κρίνω από ένα ρο του που σέρνεται. Εκείνος δεν φεύγει, απαιτεί να του ζητήσει συγνώμη. Ο μαγαζάτορας ένα ασπρομάλλικο ανθρωπάκι τον συγκρατεί και του λέει να φύγει, φοβισμένα όμως. Δεν θέλει να έχει μπλεξίματα. Ο μεθυσμένος ελληναράς σε θέση ισχύος λέει κάτι για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο Αλβανός με τα πολλά χάνεται στο σκοτάδι βρίζοντας. Σκυλιά γαυγίζουν. Στο μυαλό μου καρφώνεται αυτό το εκνευριστικό mantra με τον ιερέα σε έκσταση.
Δέκα παρά το βράδυ. Καταλήγω επιτέλους στο στέκι μου. Οικογενειακή επιχείρηση κι ατμόσφαιρα. Τέντα με χρωματιστά λαμπάκια. Ο κόσμος κάθεται μέσα γιατί έχει πιάσει ψύχρα. Βγαίνουν έξω μόνο όταν είναι να κάνουν τσιγάρο. Ο αντικαπνιστικός νόμος εφαρμόζεται παντού στην πόλη. Ακόμα στο τελευταίο καφενείο όπου παίζουν τάβλι ή χαρτιά, οι γέροι αφήνουν στη μέση την παρτίδα και βγαίνουν έξω να καπνίσουν βλαστημώντας τη Δημοτική Αρχή. Εδώ όμως κυριαρχεί η θαλπωρή. Μια αυτοσχέδια κομπανία παίζει καλούτσικα Τσιτσάνη.
Λύνομαι «μ’ έναν κρυφό αναστεναγμό». Η ημέρα μου στην πέτρινη πόλη έχει τελειώσει.

*Ο τίτλος του κειμένου είναι από το βιβλίο του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου Η Πέτρινη Πόλη (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1995).
 *Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me 
 

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες