Το μεσημέρι κρύο. Ο ουρανός γκρι μολυβί. Η αγορά ανοιχτή με όλα τα λαμπάκια της αναμμένα. Ακόμα και τα χασάπικα
δείχνουν γιορτινά αυτές τις μέρες: οι χασάπηδες είναι γλυκομίλητοι, τα
λουκάνικα, κρεμασμένα και κόκκινα όπως είναι, δεν χρειάζονται γιρλάντες,
είναι από μόνα τους «γιρλάντες». Αστεράκια αναβοσβήνουν αυτιστικά πάνω
απ τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα αυτών που ψωνίζουν και που τρέχουν να τα
προλάβουν όλα. Μια τέτοια βόλτα, με συνδέει με τις αντίστοιχες βόλτες
που έκανα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τον πατέρα μου, στη Βαρβάκειο και
στα Πέριξ. Απ το ’90 μέχρι και όλη τη δεκαετία του 2000. Η Αθήνα
άλλαζε, αλλά οι μυρωδιές και οι ήχοι έμεναν σταθεροί. Απ’ τα μοδάτα
μαγαζιά έβγαινε ο ήχος εφησυχασμένης τζαζ που σου έφτιαχνε πάντα τη
διάθεση. Ξαφνικά εισέβαλαν απ έξω χαρωποί γύφτοι με κλαρίνα.
Χαρά θεού. Μετά περνώντας τα σιντάδικα της Σοφοκλέους άκουγες όλα τα
τελευταία σουξέ. Μπορεί να τα προσπερνούσαμε αδιάφορα τότε, αλλά σίγουρα
τώρα παραδεχόμαστε σχεδόν όλοι πως αποτυπώνουν, με τον τρόπο τους, την
εποχή εκείνη:
«Δε μ’ ενδιαφέρει αν έχεις όνομα
στην πιάτσα/ και δυνατές στη Σοφοκλέους μετοχές/ δε μ’ ενδιαφέρει αν
έχεις γυμνασμένα μπράτσα/ και κάρτα Αμέρικαν Εξπρές. Γιατί σού λείπει
αυτό που ψάχνω εγώ να βρω/ μα δεν το ’χει όμως κανείς σας/ κι έχω
βαρεθεί μαζί σας/ όλοι οι άντρες ίδια φάτσα/ τάζετ’ ουρανούς με τ’
άστρα. /Μα κανείς δεν έχει αυτό που συνέχεια αναζητώ/ Αυτό το κάτι που
θέλω/ που θα με κάνει σαν τρελή να σε θέλω».
Η βόλτα στην αγορά τελείωσε, επιστρέφω
σπίτι μισοζαλισμένος. Επιμένω ν' ανοίγω, απ το πρωί ως το βράδυ, τα
λαμπάκια στο δέντρο, που κατά βάθος είναι το πιο ωραίο πράγμα επάνω στο
δέντρο και θα μπορούσαν να υπάρχουν και χωρίς αυτό. Περιμένοντας το
γιορτινό τραπέζι βάζω ν’ ακούσω τα «Άπαντα» του Elvis,
παραδοσιακά πλέον, από την υπέροχη Sun περίοδό του έως τα χρόνια του
Vegas και του φυστικοβούτυρου. Συχνά λερώνω, κατά λάθος, τα εξώφυλλα των
CD με τα μελομακάρονα.
Το πρωί έχουν προηγηθεί τα κάλαντα απ’
τα λιγοστά πια παιδάκια. Τους ανοίγω πάντα με χαρά. Κι εγώ μικρός τα
έλεγα και τρίγωνο είχα κι απ’ όλα. Το έθιμο κρατούσε ακόμα στις
πολυκατοικίες και στις αλάνες της δεκαετίας του 80. Όλο λέω ότι θα
γιορτάσω ως «παραδοσιακός άνθρωπος» χωρίς ποτέ να έχω
γνωρίσει πραγματικά την Παράδοση: Καραβάκι με λαμπάκια, εκκλησία την
παραμονή, παραδοσιακά κάλαντα, ανάγνωση Παπαδιαμάντη, όλα αυτά τα ωραία
πράγματα που μοιάζουν σα να έρχονται από άλλη χώρα ή άλλο πλανήτη, και
που για την ώρα τα λυμαίνονται οι πιουρίστες, συχνά στο όνομα μιας «καθαρότητας»
και χωρίς συναίσθημα. Η «καθαρότητα» όμως δεν αφήνει χώρο στην
απόλαυση. Και οι παλιοί μπερδεμένα τα έκαναν και νεωτερισμούς εισήγαγαν
κι απ’ όλα. Όλα μες τη γιορτή είναι. Εγώ πάντως κάθε χρόνο βάζω τα Ελληνικά Κάλαντα, τον ιστορικό δίσκο της Δόμνας Σαμίου και τον απολαμβάνω μες το διαμέρισμα.
Με τον Αη Βασίλη ήμουν
πάντα καχύποπτος. Θυμάμαι εκείνη την πολαροιντ απ’ τα Χριστούγεννα του
1979 προς 1980. Ήταν στο Μινιόν. Ήμουν γύρω στα τέσσερα και στα ηχεία
του πολυκαταστήματος πρέπει να έπαιζε κάτι σαν το «Να με παίρνανε τα
σύννεφα» σε ντίσκο εκδοχή με τη Μαρινέλλα. Η φωτογραφία με δείχνει να
χτυπιέμαι κατακόκκινος απ’ το κλάμα στα γόνατα ενός ενοχλημένου Αη
βασίλη με στραβή, μάλιστα, γενειάδα. Προφανώς ο τύπος θα ήταν υπάλληλος
του καταστήματος και θα ήταν κάπως σκασμένος απ’ την κοπιαστική ημέρα
και δεν θα είχε και πολλή υπομονή μ’ εμένα. Τώρα τον καταλαβαίνω. Λίγο
μετά το Μινιόν κάηκε, εν μέσω εορταστικής περιόδου μάλιστα.
Όλα άλλαξαν απότομα, ο απηυδισμένος υπάλληλος του Μινιόν που παρίστανε τον Αη Βασίλη μπορεί να ψήφισε ΠΑΣΟΚ,
ίσως και να μπήκε στο Δημόσιο και μετά τέρμα η στολή. Ησύχασε. Εγώ
βέβαια εξακολούθησα να μην συμπαθώ πολύ τον τύπο με τα κόκκινα και τη
γενειάδα.
Προτιμώ τους δικούς μου προσωπικούς «Αγιοβασίληδες».
Το ελληνικό τραγούδι έχει αρκετούς. Πρώτος και καλύτερος και κλασσικότερος ο Σαββόπουλος, τουλάχιστον αυτός έχει βγάλει δισκάρες. Μετά ο Τζίμης Πανούσης, ένας άγιος με το «διάολο» μέσα του. Ο Μανώλης Ρασούλης
θα μπορούσε, επίσης, να είναι ένας παραπονιάρης Έλληνας Άγιος Βασίλης.
Ήταν βιβλική φιγούρα ο αγαπημένος τραγουδοποιός. Ένας άλλος, πιο
εναλλακτικός, βγαλμένος κι αυτός λες απ’ την Αγία Γραφή, είναι ο Ψαραντώνης, αν και τώρα που το σκέφτομαι ταιριάζει καλύτερα με τον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο. Ο Π.Ε. Δημητριάδης είναι, επίσης, μια πρόταση στις μέρες μας, για το εγγύς μέλλον.
«Πάει ο παλιός ο χροοόνος ας γιορτάσουμε παιδιααα!»
Ακούω τους γιους μου να το τραγουδάνε κι εγώ σκέφτομαι τα παρακάτω.
Ήμουν γελαστό παιδάκι και μάλλον γι’ αυτό το λόγο η δασκάλα με είχε διαλέξει στην Α’ Δημοτικού να κάνω το Νέο Χρόνο με τα Δώρα.
Μου χαν φορέσει, μάλιστα, ένα στέμμα κι ένα πορτοκαλί ύφασμα σαν κάπα.
Ένας μουτρωμένος συμμαθητής μου, καλό φιλαράκι, ενσάρκωνε τον Παλιό τον
Χρόνο. Εγώ αν υπολογίζω καλά τώρα, παρίστανα το 1981, χρονιά μεταξύ
άλλων του μεγάλου σεισμού της Αθήνας, της Θύρας 7 και του ερχομού του
ΠΑΣΟΚ στην Εξουσία. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Κάποια άλλη πρωτοχρονιά στη Θεσσαλονίκη
που είχα πάει με τους γονείς μου είχα δει κάτι πολύ περίεργο, σαν όραμα,
κάτι άσχετο με το θέμα ίσως, αλλά που μες στο μυαλό μου, έχει και
κάποια σχέση. Μέναμε σ’ ένα ξενοδοχείο και τη βραδιά της παραμονής είδα
το Μανώλη Αγγελόπουλο, να περιμένει σοβαρός στη
ρεσεψιόν. Φορούσε γούνινο παλτό και είχε μακριά λαδωμένα μαλλιά, ήταν
σαν ροκ σταρ, ένας περήφανος βασιλιάς των τσιγγάνων. Προφανώς θα
ετοιμαζόταν να τραγουδήσει σε κάποιο κέντρο για το ρεβεγιόν. Εκείνη τη
νύχτα, κάποιοι θεσσαλονικείς θα άλλαξαν τη χρονιά με τα «Μαύρα μάτια
σου» και το «Αμάν Κουζουμ Αμάν Γιαβρούμ».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ήρθε η στιγμή για το γιορτινό τραπέζι.
Εκεί κυριαρχεί πάντα η θαλπωρή και η άφεση αμαρτιών, έστω και με τη
μορφή ανακωχής για λίγες ώρες. Γενικώς όλοι προσπαθούν να δείξουν και
να φερθούν γιορτινά. Φιλιά, γέλια, δώρα. Εορταστικά προγράμματα με
ζεϊμπεκιές στη τιβί, που κανείς δε βλέπει. Μια άστοχη κουβέντα ή ένα
δηλητηριώδες πολιτικό σχόλιο, μπορεί να οδηγήσει τη βραδιά σε ένα μικρό
οικογενειακό δράμα, παρόμοιο μ αυτό που εκτυλίσσεται στο Festen του
Vinterberg. Όλα μες τη γιορτή είναι εξάλλου. Και όλα μπερδεύονται με τη
μυρωδιά της γεμιστής γαλοπούλας ή του χοιρινού με τα δαμάσκηνα που
ψήνεται, το κόκκινο κρασί και τη φωνή του Bing Crosby
και των υπόλοιπων γιορτινών crooners. Φωνές ζεστές, παρηγορητικές, απ’
τα βάθη του χρόνου, σαν να ίπτανται πάνω απ’ τα κεφάλια μας ή να
σιγοντάρουν πίσω απ’ τα έπιπλα καθ’ όλη τη διάρκεια του τραπεζιού. Αυτό
οφείλεται τις πιο πολλές φορές στην πλούσια δισκοθήκη του θείου μας που
ξεσκονίζεται επιμελώς απ’ το πρωί. Τελικά νομίζω στο τέλος της βραδιάς
επικρατεί πάντα μια γλυκεία κούραση και η αγάπη. Ακόμα και στην εποχή που έβραζε το αίμα μας,
εμείς βαριόμασταν τελικά να βγούμε έξω στο κρύο και να βρούμε τους
φίλους μας σε κάποιο ροκ μπαρ με κουτάκια μπύρας. Το γιορτινό τραπέζι
είχε, τότε, για μας, κάτι το ζεστό και γλυκό άλλα και ευνουχιστικό μαζί.
Την ώρα του γλυκού, όταν η βραδιά έχει
προχωρήσει, παίζουν, σαν από μόνες τους πια, σκόρπιες μουσικές.
Συγκινούμαι πάντα με την επιβλητική μελωδία του "Hark the Herald Angel Sing", σε όλες του τις εκτελέσεις, μ αρέσει και κει που ο Σαββόπουλος την εντάσσει στο δικό του «Σχόλιο»: «Γύρω στο '48/ πέρασα από κει κι εγώ». Τα Χριστούγεννα είναι παντού, απ’ την Οξφόρδη έως τη Μακρόνησο.
Κάποιοι στο τέλος πια, χυμένοι στους καναπέδες λίγο πριν τη μέθη ή τον ύπνο, αλλάζουν τα κανάλια της τηλεόρασης.
Το κουτί, ο χλωμός πρόγονος του Νέτφλιξ, παίζει ανόρεχτα, όπως κάθε
χρόνο τέτοιες μέρες, το ίδιο σήριαλ: όλοι οι αμφιλεγόμενοι ηγέτες της
υφηλίου (φέτος ξεχωρίζει πάλι ο Donald Trump)
προσποιούνται τους καλούς, μοιράζουν ευχές για ειρήνη και οι γυναίκες
τους συμφωνούν κουνώντας το κεφάλι τους. Μετά αρχίζουν οι ανασκοπήσεις, η
χρονιά περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μας σαν ταινία του Γαβρά. Και μετά
σειρά έχουν οι δικοί μας. Ο Πρόεδρος και οι πολιτικοί αρχηγοί, ακόμα και
ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, δείχνουν με τον τρόπο τους γιορτινοί,
μοιράζουν ευχές και αισιοδοξία σ’ έναν κόσμο απαλλαγμένο απ την
καθημερινή τριβή, σ’ έναν κόσμο δηλαδή που ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ.
Και μετά, όταν οι αντιστάσεις πέφτουν
εντελώς, η νύχτα παραδίνεται στη λαϊκοπόπ δήθεν ανεμελιά της ελληνικής
τηλεόρασης, που είναι πια τόσο προβλέψιμη και συντηρητική. Εντούτοις εγώ
πάντοτε τη χαζεύω μαζοχιστικά. Δεν με πειράζει ο Βασίλης Καρράς,
είναι με τον τρόπο του κι αυτός γιορτινός κι αυθεντικός, αλλά βαθιά
μέσα μου έχω την ελπίδα ότι θα ‘ρθει κάποτε το βράδυ εκείνο που ο Π.Ε.
Δημητριάδης των πρώην Κόρε. Ύδρο. θα τον παρουσιάζει ως οικοδεσπότης στη δική του χριστουγεννιάτικη εκπομπή.
*Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me