Έξι το πρωί. Ο ήλιος βγαίνει απ’ τα Πιέρια όρη.
Είναι πια Ιούνιος και την πορεία του δεν τη διακόπτουν τόσο συχνά τα
σύννεφα. Φωτίζει αργά, σταδιακά, τα χωριά στους πρόποδες, την κοιλάδα
του Αλιάκμονα στα νότια, την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου. Μετά περνάει τη
γέφυρα και φτάνει στην Κοζάνη. Κάτω απ’ τα κεραμίδια
αποκαλύπτονται άσχημα κτίρια. Φυτρώνουν σε κάθε λόφο. Οι δεκοχτούρες της
πόλης αρχίζουν να γουργουρίζουν κάτω απ’ τα γείσα στις σκεπές.
Επτά το πρωί. Το πρωινό πλάγιο φως
πέφτει στα πρόσωπα των καθαριστριών του Δήμου με τα κίτρινα γιλέκα.
Καπνίζουν και φλυαρούν πριν αρχίσουν τη δουλειά. Τη φλυαρία τους
διακόπτει ένα κινητό, που χτυπάει με τον ήχο κάποιου σουξέ του
Κωνσταντίνου Αργυρού. Κι όλα αυτά στο Ρολόι, έξω απ τη Μητρόπολη του Αγίου Νικολάου.
Σε λίγη ώρα θ’ αρχίσει ο όρθρος. Ψαλμωδίες και Κωνσταντίνος Αργυρός θα
ανακατευθούν γλυκά φτιάχνοντας νέο ήχο, ένα βυζαντινο-λαϊκοπόπ χαρμάνι.
Με τέτοιο όνομα πάντως, σε άλλες εποχές, ο δημοφιλής τραγουδιστής θα
μπορούσε να είναι και βυζαντινός αυτοκράτορας: Kωνσταντίνος Α’ ο Αργυρός.
Μες την εκκλησία μια γυναίκα μαντηλοφορεμένη, που δεν μοιάζει όμως με
τις γνωστές στρατευμένες θεούσες μα πιο πολύ με φιγούρα βγαλμένη απ την
Καινή Διαθήκη, σκύβει και προσεύχεται. Όλοι κάνουν το σταυρό τους. Και
οι καθαρίστριες.
Οκτώ παρά κάτι. Η φουρνάρισσα τακτοποιεί
τα ζεστά κιχιά, με αργές κινήσεις, σα να μη βιάζεται αυτή τη φορά. Τα
κιχιά μες τα μαύρα ταψιά έχουν σχήμα κοχλία. Πιο δίπλα, κανονικά, θα
έπρεπε να έχει κρεατόπιτα. Σήμερα όμως το ταψί είναι άδειο. Την ίδια
στιγμή απ’ το ραδιόφωνο που αναμεταδίδει γνωστό αθηναϊκό σταθμό, ο Δημήτρης Καμπουράκης
με τη σιγουριά της παλιάς καραβάνας πλέον, μας καλημερίζει
δημοσιογραφικά, δηλαδή δυο φορές. Από πίσω στο ηχητικό χαλί ένα τραγούδι
με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου πασχίζει ν’ ακουστεί. Η
ένρινη φωνή της καταφέρνει και δυναμώνει μόνο στις παύσεις του
Καμπουράκη. «Δεν έχει κρεατόπιτα σήμερα;» ρωτάω. «Σήμερα είναι η
τελευταία μας μέρα» μου απαντάει η φουρνάρισσα σοβαρά. «Αύριο το μαγαζί
κλείνει». Την επόμενη μέρα στην πόρτα του φούρνου, εκεί που σήμερα ο
κόσμος ακόμα μπαινοβγαίνει, θα υπάρχει κολλημένη με σελοτέιπ μια
ανακοίνωση.
Η μέρα προχωράει. Όταν οι ακτίνες του
ήλιου πέφτουν κατακόρυφα, τα γυράδικα αρχίζουν να δουλεύουν. Οι μαθητές
σχολάνε απ’ τις Πανελλήνιες. Φούτερ με κουκούλες, φροντισμένες
κομμώσεις. Οι ορμόνες χτυπάνε κόκκινο. Οι διαφορετικές «φυλές» τρώνε
βιαστικά σάντουιτς με γύρο. Η μουστάρδα και το κέτσαπ λερώνουν τα
τραπεζάκια από λευκή μελαμίνη. Μιλάνε φωναχτά. «Εθνίκια» και οπαδοί της
λαικοτράπ διαπληκτίζονται. «Η Κοζάνη είναι πολύ λίγη για μένα, σε λέω».
Και ξαφνικά ο ήλιος κρύβεται. Μπουμπουνίζει και μετά φυσάει. Τα τοπικά δίκτυα μιλούν για ολιγόλεπτες χαλαζοπτώσεις
σε κοντινές περιοχές. Ο λόφος πάνω απ’ τη Νομαρχία και τα Δικαστήρια, η
περιοχή «Αγιάννας της Σκ’ρκας κάτω απ’ το χαμηλό Αηλιά», όπως την
αποκαλούν εδώ, σκοτεινιάζει. Και μετά η μπόρα. Δικηγόροι και
νομαρχιακοί υπάλληλοι τρέχουν να προφυλαχτούν. Ο Κοζανίτης Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, ο μετριοπαθής παλιός πολιτικός με τη βραχνή φωνή, περιγράφει στο βιβλίο του Η Πέτρινη Πόλη τον λόφο αυτό, στα χρόνια του, σαν μια περιοχή παγωμένη το χειμώνα, «χωρίς
καθόλου πράσινο». Πράσινο έβλεπες «μόνο στις αυλές των σπιτιών, σε
τενεκέδες και σε γλάστρες». Μα και στις γύρω περιοχές, όλα τα εδάφη, τα
τόσο πλούσια σε ορυκτό πλούτο, είναι άγονα. Μόνο οι μεγάλες μονάδες
παραγωγής ρεύματος της ΔΕΗ με τα φουγάρα τους, σπάνε κάπως τη μονοτονία
του τοπίου. «Πέτρινη και σκληρή πόλη τη μέρα», συνεχίζει ο Μ.Π.,
«γλύκαινε με το ηλιοβασίλεμα».
Το απόγευμα ο ήλιος φωτίζει πάλι πλάγια, απ την άλλη μεριά όμως. Οι σκιές μακραίνουν. Όλα γίνονται λίγο πιο ενδιαφέροντα.
Στην πιάτσα των ταξί μια σκιά διαφορετική. Μια όμορφη νευρώδης
σαραντάρα με γαλανό βλέμμα, η μοναδική γυναίκα οδηγός ταξί «χορεύει στο
ταψί» τους αρσενικούς συναδέλφους της. Εκείνοι γελάνε, μπαινοβγαίνουν
στο πρακτορείο του ΟΠΑΠ δήθεν θιγμένοι για να παίξουν Στοίχημα», πίνουν
ώρες ατελείωτες χλιαρό καφέ. Συζητούν για την Παοκάρα, για το Βασίλη Καρρά
που τα «έσπασε» το περασμένο Σάββατο στο «Kύκλον by Κοσμοκίνηση». Τους
κάνω «εικόνα» όλους αυτούς, θορυβώδης ανδροπαρέα, να φοράνε τα
«σαββατιάτικά» τους, να στριμώχνονται σε εμπριμέ καναπέδες ανάμεσα σε
λέιζερ κι εξωγήινες σερβιτόρες, σ’ ένα κλαμπ σα διαστημόπλοιο, για να
δούνε τον Άρχοντα της Πίστας. Και το επόμενο πρωί, η ωραία ταξιτζού να
τους ξανά-χορεύει στο ταψί.
Στον απέναντι παράλληλο δρόμο,
κατεβαίνει πεζός ο μικρός Ραφαήλ. Ρουφάει τη μύτη του κι αδιαφορεί για
τους φασαριόζους ταξιτζήδες. Κουβαλάει μια μαύρη θήκη. Έχει μέσα ένα
κόρνο. Πάει στην Πανδώρα, τη Φιλαρμονική της πόλης.
Ανήκει στη μπαντίνα, στο μουσικό τμήμα όπου διδάσκεται και εκτελεί
χαμηλού βαθμού δυσκολίας κομμάτια. Η ίδρυση της Πανδώρας χρονολογείται
απ το 1902. Συνδέθηκε η λειτουργία της με τον μακεδονικό αγώνα. Λένε πως
ο ίδιος ο Παύλος Μελάς, όταν βρέθηκε στην Κοζάνη,
φόρεσε τη στολή μουσικού της Πανδώρας για να περάσει απαρατήρητος. Καθ’
όλη τη διάρκεια του αγώνα, η Πανδώρα παιάνιζε στους δρόμους της Κοζάνης,
τονώνοντας το ηθικό των κάτοικων. Ο πρώτος αρχιμουσικός στην ιστορία
της ήταν Ιταλός κι ο δεύτερος Τούρκος, ο Χασάν Εφέντης.
Τώρα οι σπουδαστές της Φιλαρμονικής βιάζονται να τελειώσουν για να πάνε
βόλτα στην πλατεία. Το ίδιο κι ο Ραφαήλ. Πρέπει μέχρι την επόμενη
Αποκριά να μάθει καλά τον πιο γνωστό κοζανίτικο σκοπό, «Το Έντεκα». Ο
σκοπός ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν το ενδέκατο τραγούδι στο βιβλίο με
τις παρτιτούρες της Πανδώρας. Έλεγε δηλαδή ο μαέστρος «Πάμε το έντεκα»
κι έτσι έμεινε. Ο Ραφαήλ όμως δεν βιάζεται να το μάθει…
Όταν οι ήλιος γίνει ροζ για τα καλά,
κατά τις οκτώμισι, οι μουσικές στην πόλη ξεχειλίζουν. Στο μπαλκόνι που
κάθομαι έρχονται ήχοι από χάλκινα, πιθανόν απ’ την Πανδώρα. Μια κάποια
βαλκανικότης γεμίζει το αεράκι. Λίγο πιο πάνω η χορωδία απ’ το ΚΑΠΗ.
Ωραίες φωνές, ιδίως αν σκεφτείς ότι προέρχονται από ανθρώπους μιας
κάποιας ηλικίας, που ίσως ασφυκτιούν σε κάποιο διαμέρισμα. Λίγο πιο κάτω
ο ντιτζέι μιας μπυραρίας παίζει ένα τραγούδι των Ξύλινων Σπαθιών. Μ' έναν περίεργο τρόπο τα παραπάνω δένουν μεταξύ τους, όλα εντάσσονται σ’ ένα ενιαίο τοπίο, στο μυαλό μου τουλάχιστον.
Βραδιάζει.
Σε λίγο θα κατηφορίσω. Περνάω μπροστά
από ένα καφενείο. Γέροι τσακώνονται. Παραπολιτικά και θεωρίες συνομωσίας
στο φουλ. Ένας μεθυσμένος με μπύρες από ένα τραπεζάκι βρίζει έναν ορθιο
άνδρα, μάλλον αλβανικής καταγωγής εάν κρίνω από ένα ρο του που
σέρνεται. Εκείνος δεν φεύγει, απαιτεί να του ζητήσει συγνώμη. Ο
μαγαζάτορας ένα ασπρομάλλικο ανθρωπάκι τον συγκρατεί και του λέει να
φύγει, φοβισμένα όμως. Δεν θέλει να έχει μπλεξίματα. Ο
μεθυσμένος ελληναράς σε θέση ισχύος λέει κάτι για τη Συμφωνία των
Πρεσπών. Ο Αλβανός με τα πολλά χάνεται στο σκοτάδι βρίζοντας. Σκυλιά
γαυγίζουν. Στο μυαλό μου καρφώνεται αυτό το εκνευριστικό mantra με τον
ιερέα σε έκσταση.
Δέκα παρά το βράδυ. Καταλήγω επιτέλους στο στέκι μου.
Οικογενειακή επιχείρηση κι ατμόσφαιρα. Τέντα με χρωματιστά λαμπάκια. Ο
κόσμος κάθεται μέσα γιατί έχει πιάσει ψύχρα. Βγαίνουν έξω μόνο όταν
είναι να κάνουν τσιγάρο. Ο αντικαπνιστικός νόμος εφαρμόζεται παντού στην
πόλη. Ακόμα στο τελευταίο καφενείο όπου παίζουν τάβλι ή χαρτιά, οι
γέροι αφήνουν στη μέση την παρτίδα και βγαίνουν έξω να καπνίσουν
βλαστημώντας τη Δημοτική Αρχή. Εδώ όμως κυριαρχεί η θαλπωρή. Μια
αυτοσχέδια κομπανία παίζει καλούτσικα Τσιτσάνη.
Λύνομαι «μ’ έναν κρυφό αναστεναγμό». Η ημέρα μου στην πέτρινη πόλη έχει τελειώσει.
*Ο τίτλος του κειμένου είναι από το βιβλίο του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου Η Πέτρινη Πόλη (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1995).
*Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου