«Tην ημέρα τα κρύβεις τα ελαττώματα σου, ενώ τη νύχτα ξεβρακώνεσαι».
Όσοι ταξιδεύουν συχνά με ΚΤΕΛ νομίζω θα με καταλάβουν: Αθήνα-Κοζάνη. Μια ξεχωριστή εμπειρία, μια δοκιμασία. Στην αρχή λες, θα το δω σα να παίζω σε ταινία, αλλά δεν σου βγαίνει, μετά λες θα διαβάσω κάτι, μετά αρχίζει και σ’ ενοχλεί το κάθισμα, αργότερα σου τη δίνει η φωνή της φοιτήτριας από πίσω που δε σταματάει να μιλάει στο κινητό, αναλύοντας με εκνευριστική λεπτομέρεια το αθηναϊκό της Σαββατόβραδο. Καταλήγεις να χαζεύεις την Εθνική Οδό με τις ταμπέλες, τις πικροδάφνες και τα σκουπίδια στην άκρη. Αν δεν έχεις ακουστικά, όλο αυτό επενδύεται μουσικά με τις φωνές των μακαριτών Παντελίδη και Μητροπάνου. Στην αρχή είναι ενδιαφέρον, προσέχεις τις ωραίες ερμηνείες, μετά όμως όσο αυτό συνεχίζει ασταμάτητα, δεν το υποφέρεις.
Την παρατήρησα. Ήταν αρχόντισσα. Έμοιαζε σαν μια λαϊκή Λωξάντρα διακτινισμένη σ ένα πιο προσγειωμένο και ταπεινό σήμερα, προορισμένη να κινείται μέσα σε μια πιο πεζή πραγματικότητα. Εξέπεμπε όμως μια αξιοπρέπεια. Όχι το πρόσκαιρο σταριλίκι που έχουν όλες οι τωρινές τραγουδίστριες, αλλά κάτι το βαθειά γήινο, κάτι που έχει με κόπο κτιστεί, μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια, σε κάθε νυχτερινή της εμφάνιση, σε κάθε λαϊκό κέντρο. Κάτι έλεγε σε κάποιον για μια ματαιωμένη εμφάνιση της στην Αθήνα. Λίγες μέρες αργότερα, έμαθα πως είχε κατέβει για ένα γύρισμα στο τηλεοπτικό «Στην Υγειά μας», που όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ εξαιτίας του ξαφνικού θανάτου του σκηνοθέτη της εκπομπής.
Το πρόγραμμα άρχισε. Δεν ξέρω εάν η έκσταση στων μπουζουξίδικων το γκέτο ακόμα λειτουργεί, όπως τραγουδούσε πριν 40 χρόνια ο Σαββόπουλος. Τώρα πια δεν σπάνε πιάτα, ρίχνουν χαρτοπετσέτες. Αλλά σίγουρα σε τέτοια μαγαζιά συχνά περνάς καλύτερα απ’ ότι σε άλλα που σου σερβίρουν «προβληματισμένο» τραγούδι. Το λαϊκό πάλκο έχει μπαταρίες, το λαϊκό πάλκο γιατρεύει, κι ό,τι σκοτούρες κι αν έχεις τις ξεχνάς. Καταρχήν δε σου λείπει τίποτα: Η παρουσία της νεαρής τραγουδίστριας θα σου μεταδώσει κύματα κεφιού, ομορφιάς κι εξωτισμού - τι κι αν αυτή έρχεται απ την Πτολεμαΐδα; Η ραγισμένη ερμηνεία του Λαυρέντη, όπως π.χ. στο «Φίλα με απόψε» του Τάκη Μουσαφίρη θα σε κάνει να ταυτιστείς μαζί του και να πορευτείτε παρέα στο δρόμο τον πονεμένο. Και μετά όλο και κάποιος θαμώνας θα τύχει να χορέψει ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο με πόνο αληθινό - όχι σαν αυτά τα ψευτοκουτσαβάκικα μπαλετάκια που χορεύουν διάφοροι ηθοποιοί στη τιβι. Στο τέλος θα έρθει η στιβαρή παρουσία της Μαζόχα με τη δυνατή φωνή της, που θα σου χαρίσει αξιομνημόνευτες ερμηνείες σε κλασικά λαϊκά standards. Κι όλα αυτά σε μια «κινηματογραφική» ατμόσφαιρα, μες το ημίφως. Τι άλλο να θέλει κανείς;
«Εμένα όταν ξεκινούσα μ’ άρεζε ο Tom Jones» μου λέει η Καίτη Τσιμπέρη-Μαζόχα κάποιες βδομάδες μετά την επίσκεψη μου στο νυχτερινό κέντρο, όταν μετά από κόπο καταφέραμε να της κλείσουμε ραντεβού σ’ ένα καφέ της Κοζάνης. Εκείνη όρισε ημερομηνία, ώρα και τοποθεσία φυσικά, για να μας πει λίγα πράγματα για τη ζωή της. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησα ήταν αν όταν ξεκινούσε την καριέρα της ως τραγουδίστρια είχε κάποιο πρότυπο που ήθελε να μιμηθεί. «Όχι, δεν μου αρέσει να μιμούμαι», απάντησε κοφτά. Και πραγματικά όταν άρχισε το πρόγραμμά της στο μαγαζί με το τραγούδι της Μαρινέλλας «Ποτέ να μη χαθείς απ τη ζωή μου» (1979), αισθάνθηκα πως πέρα απ’ την ευθύτητα της φωνής της, υπήρχε και αντίστοιχη ευθύτητα στον τρόπο που σχημάτιζε τις λέξεις. Σα να έβγαινε από εκείνην το κομμάτι, σα μην το είχε πει καμία άλλη πιο πριν. Τραγουδούσε καθιστή (πράγμα πολύ δύσκολο τεχνικά, μιας και το διάφραγμα περιορίζεται σ’ αυτή τη στάση), παρ’ ολ’ αυτα όμως κατάφερνε να καθηλώνει κάθε αδέσποτο της νύχτας. «Σηκώνομαι μόνο όταν πρέπει, για να φτιάξω τον κόσμο». Τα έκανε όλα χωρίς να χρειάζεται καν να κουνηθεί απ το καρεκλάκι της. Έφτιαχνε μόνη της τον ήχο, σε μια μικρή κονσόλα ακριβώς από πίσω της. Δίπλα στο τραπεζάκι, τοποθετημένα νοικοκυρίσια το ποτήρι και τα τσιγάρα της κι απέναντι, στο ύψος των ματιών της, ένα αναλόγιο, που τόνιζε ακόμη πιο πολύ την αρχετυπική της παρουσία. «Έχω τρία ντοσιέ τέτοια και άλλα τόσα τραγούδια που τα έχω μες το μυαλό μου».
Όσοι ταξιδεύουν συχνά με ΚΤΕΛ νομίζω θα με καταλάβουν: Αθήνα-Κοζάνη. Μια ξεχωριστή εμπειρία, μια δοκιμασία. Στην αρχή λες, θα το δω σα να παίζω σε ταινία, αλλά δεν σου βγαίνει, μετά λες θα διαβάσω κάτι, μετά αρχίζει και σ’ ενοχλεί το κάθισμα, αργότερα σου τη δίνει η φωνή της φοιτήτριας από πίσω που δε σταματάει να μιλάει στο κινητό, αναλύοντας με εκνευριστική λεπτομέρεια το αθηναϊκό της Σαββατόβραδο. Καταλήγεις να χαζεύεις την Εθνική Οδό με τις ταμπέλες, τις πικροδάφνες και τα σκουπίδια στην άκρη. Αν δεν έχεις ακουστικά, όλο αυτό επενδύεται μουσικά με τις φωνές των μακαριτών Παντελίδη και Μητροπάνου. Στην αρχή είναι ενδιαφέρον, προσέχεις τις ωραίες ερμηνείες, μετά όμως όσο αυτό συνεχίζει ασταμάτητα, δεν το υποφέρεις.
Βράδιαζε. Πρώτη στάση στη μέση του πουθενά. Εστιατόριο-καφετέρια Η ΝΕΑ ΡΟΥΜΕΛΗ, λίγο έξω απ’ τη Λαμία. Κοίταξα το playlist στο τζουκμπόξ
(!) του μαγαζιού. «Χρυσές» επιτυχίες της ελληνικής δισκογραφίας των
δεκαετιών του ’70 και ‘80. Η ατμόσφαιρα των ΚΤΕΛ όριζε κι εδώ το ηχητικό
χαλί του ταξιδιού, ακόμα κι εκτός του λεωφορείου. Νόμιζες πως αν
έριχνες ένα κέρμα, θα πετάγονταν ξαφνικά από διάφορες γωνίες δαλιανίδειοι χορευτές
με παντελόνι καμπάνα. Ακόμα και τα φαγητά που πωλούνταν στα ταψιά
ταίριαζαν στην όλη ατμόσφαιρα. Παρόλο που πεινούσα, το να ενέδιδα σ΄
αυτό το αρνάκι φρικασέ θα ήταν σκέτη τρέλα. Πήρα τον εσπρέσο μου και
βγήκα έξω.
Και ξαφνικά την είδα εκεί, να περιμένει
όρθια να μπει στο λεωφορείο. Την αναγνώρισα από μια αφίσα που είχα δει
στην Κοζάνη. Ήταν η λαϊκή τραγουδίστρια Καίτη Τσιμπέρη-Μαζόχα.
Το ταξίδι μου αποκτούσε πλέον άλλο νόημα. Τέρμα ο μαζοχισμός και οι
αφηρημένες σκέψεις που έκανα κοιτάζοντας τις αδιάφορες πικροδάφνες της
Εθνικής. Συνταξίδευα με την ίδια τη Μαζόχα, την αυθεντική. Είχα βρει πλέον το «θέμα» μου. Και δεν θα το άφηνα να μου ξεφύγει.
Την παρατήρησα. Ήταν αρχόντισσα. Έμοιαζε σαν μια λαϊκή Λωξάντρα διακτινισμένη σ ένα πιο προσγειωμένο και ταπεινό σήμερα, προορισμένη να κινείται μέσα σε μια πιο πεζή πραγματικότητα. Εξέπεμπε όμως μια αξιοπρέπεια. Όχι το πρόσκαιρο σταριλίκι που έχουν όλες οι τωρινές τραγουδίστριες, αλλά κάτι το βαθειά γήινο, κάτι που έχει με κόπο κτιστεί, μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια, σε κάθε νυχτερινή της εμφάνιση, σε κάθε λαϊκό κέντρο. Κάτι έλεγε σε κάποιον για μια ματαιωμένη εμφάνιση της στην Αθήνα. Λίγες μέρες αργότερα, έμαθα πως είχε κατέβει για ένα γύρισμα στο τηλεοπτικό «Στην Υγειά μας», που όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ εξαιτίας του ξαφνικού θανάτου του σκηνοθέτη της εκπομπής.
Μπαίνοντας ξανά στο λεωφορείο της
χαμογέλασα, μου χαμογέλασε κι αυτή. Δεν είπαμε τίποτε άλλο, προχώρησα
στο κάθισμά μου για τη συνέχεια του ταξιδιού. Ένοιωσα ότι κάτι άρχιζε από κείνη τη στιγμή. Θα πήγαινα να την ακούσω στο μαγαζί που παίζει στην Κοζάνη. Και θα της μιλούσα.
Πήγα τελικά μ’ ένα φίλο μου μετά από λίγα βράδια. Πρώτος όροφος, παρ’ ολ’ αυτά είχα την αίσθηση ότι κατέβαινα σε υπόγειο.
Αποκάτω ήταν ένα γυράδικο. Χαμηλό ταβάνι, άσπρο πλακάκι στο πάτωμα,
λίγα φωτορυθμικά αναβόσβηναν μες το γενικό ημίφως, μπαρ με τσιμεντένια
τούβλα βαμμένα ανθρακί, στα τραπέζια φιάλες ουίσκι
περίμεναν τους πελάτες. Ήταν η Ημέρα της Γυναίκας. Ένας σύλλογος
μεσήλικων γυναικών είχε κάτσει ήδη σ’ ένα τραπέζι και γιόρταζε το
γεγονός. Μια σερβιτόρα με ροζ καρέ περούκα (βρισκόμασταν πια στο αποκορύφωμα της Αποκριάς) εξυπηρετούσε τους πρώτους πελάτες.
Το «θέμα» μου στέκονταν ήδη στο ανθρακί
μπαρ και μιλούσε με κάποιον που έμοιαζε με τραβεστί, δεν μπορούσα να
διακρίνω εάν ήταν αληθινός ή μασκαρεμένος, γιατί ήμουν κάπως σε απόσταση
κι όπως είπαμε ήταν περίοδος καρναβαλιού. Περίμενα να τελειώσει την
κουβέντα της με τη μυστηριώδη φιγούρα. Την πλησίασα.
Συνήθως οι λαϊκοί άνθρωποι στην αρχή είναι κάπως καχύποπτοι μ’ αυτούς
που δεν τους μοιάζουν. Εδώ δεν συνέβη αυτό, αντιθέτως με αναγνώρισε
αμέσως και μας υποδέχτηκε σα να μας ήξερε χρόνια. Της είπα για το περιστατικό με το χαμόγελο στο ΚΤΕΛ: «Μα σκέφτηκα κι εγώ τότε ότι αυτός εδώ θέλει να μου μιλήσει, γιατί δεν μου μίλησες;», με μάλωσε τρυφερά. Μας έβαλε να κάτσουμε σε δυο μπροστινά σκαμπό στο μπαρ, σαν να είμαστε οι επίσημοι προσκεκλημένοι της.
Λίγο πιο κει μια νεαρή κοπέλα
(κατάλαβα ότι ήταν η τραγουδίστρια που έβγαινε στην αρχή), εξαιρετικά
όμορφη, σκότωνε την ώρα της. Περίμενε να γεμίσει το μαγαζί σκαλίζοντας
το κινητό της, ανεβάζοντας ίσως άλλη μια «ιστορία» στο Insta.
Με το ελεύθερό της χέρι χάιδευε ένα ξυρισμένο κρανίο, που ανήκε σε
κάποιον απ τους πολύ προσωπικούς της θαυμαστές. Με το ελεύθερό της
βλέμμα μοίραζε σκέρτσα στους υπόλοιπους. Έτσι είναι πια τα λαϊκά
κορίτσια του πάλκου, υπερβολικά τατουάζ, διαρκής χρήση των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης και το τραγούδι ως ακόμη ένα επάγγελμα. Στο
απέναντι τραπέζι, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι, ο Λαυρέντης ο μπουζουξής.
Φορούσε μια μαύρη μπαντάνα στο κεφάλι, κρεμ κουστούμι κι ένα πέτσινο
σταυρουδάκι στο λαιμό. Με χαιρέτησε δια χειραψίας και η παλάμη του ήταν
τραχιά σαν γυαλόχαρτο. Μάγκας, μετανάστης απ τη Γερμανία, συνοδοιπόρος
της Μαζόχα στα μαγαζιά της ευρύτερης περιοχής για πάνω από 30 χρόνια. «Έπρεπε να χαμε φύγει τότε, αλλά δεν το κάναμε». Κάποιος από δίπλα, με πιο clean φυσιογνωμία, του έδειχνε κάτι μηχανάκια στο κινητό. Ήταν ο «μαέστρος»
που έπαιζε συνθεσάιζερ, με κοτσίδα κι αμάνικο μπουφάν που δεν το έβγαλε
καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Μ’ αυτόν δε μίλησα.
Το πρόγραμμα άρχισε. Δεν ξέρω εάν η έκσταση στων μπουζουξίδικων το γκέτο ακόμα λειτουργεί, όπως τραγουδούσε πριν 40 χρόνια ο Σαββόπουλος. Τώρα πια δεν σπάνε πιάτα, ρίχνουν χαρτοπετσέτες. Αλλά σίγουρα σε τέτοια μαγαζιά συχνά περνάς καλύτερα απ’ ότι σε άλλα που σου σερβίρουν «προβληματισμένο» τραγούδι. Το λαϊκό πάλκο έχει μπαταρίες, το λαϊκό πάλκο γιατρεύει, κι ό,τι σκοτούρες κι αν έχεις τις ξεχνάς. Καταρχήν δε σου λείπει τίποτα: Η παρουσία της νεαρής τραγουδίστριας θα σου μεταδώσει κύματα κεφιού, ομορφιάς κι εξωτισμού - τι κι αν αυτή έρχεται απ την Πτολεμαΐδα; Η ραγισμένη ερμηνεία του Λαυρέντη, όπως π.χ. στο «Φίλα με απόψε» του Τάκη Μουσαφίρη θα σε κάνει να ταυτιστείς μαζί του και να πορευτείτε παρέα στο δρόμο τον πονεμένο. Και μετά όλο και κάποιος θαμώνας θα τύχει να χορέψει ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο με πόνο αληθινό - όχι σαν αυτά τα ψευτοκουτσαβάκικα μπαλετάκια που χορεύουν διάφοροι ηθοποιοί στη τιβι. Στο τέλος θα έρθει η στιβαρή παρουσία της Μαζόχα με τη δυνατή φωνή της, που θα σου χαρίσει αξιομνημόνευτες ερμηνείες σε κλασικά λαϊκά standards. Κι όλα αυτά σε μια «κινηματογραφική» ατμόσφαιρα, μες το ημίφως. Τι άλλο να θέλει κανείς;
«Εμένα όταν ξεκινούσα μ’ άρεζε ο Tom Jones» μου λέει η Καίτη Τσιμπέρη-Μαζόχα κάποιες βδομάδες μετά την επίσκεψη μου στο νυχτερινό κέντρο, όταν μετά από κόπο καταφέραμε να της κλείσουμε ραντεβού σ’ ένα καφέ της Κοζάνης. Εκείνη όρισε ημερομηνία, ώρα και τοποθεσία φυσικά, για να μας πει λίγα πράγματα για τη ζωή της. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησα ήταν αν όταν ξεκινούσε την καριέρα της ως τραγουδίστρια είχε κάποιο πρότυπο που ήθελε να μιμηθεί. «Όχι, δεν μου αρέσει να μιμούμαι», απάντησε κοφτά. Και πραγματικά όταν άρχισε το πρόγραμμά της στο μαγαζί με το τραγούδι της Μαρινέλλας «Ποτέ να μη χαθείς απ τη ζωή μου» (1979), αισθάνθηκα πως πέρα απ’ την ευθύτητα της φωνής της, υπήρχε και αντίστοιχη ευθύτητα στον τρόπο που σχημάτιζε τις λέξεις. Σα να έβγαινε από εκείνην το κομμάτι, σα μην το είχε πει καμία άλλη πιο πριν. Τραγουδούσε καθιστή (πράγμα πολύ δύσκολο τεχνικά, μιας και το διάφραγμα περιορίζεται σ’ αυτή τη στάση), παρ’ ολ’ αυτα όμως κατάφερνε να καθηλώνει κάθε αδέσποτο της νύχτας. «Σηκώνομαι μόνο όταν πρέπει, για να φτιάξω τον κόσμο». Τα έκανε όλα χωρίς να χρειάζεται καν να κουνηθεί απ το καρεκλάκι της. Έφτιαχνε μόνη της τον ήχο, σε μια μικρή κονσόλα ακριβώς από πίσω της. Δίπλα στο τραπεζάκι, τοποθετημένα νοικοκυρίσια το ποτήρι και τα τσιγάρα της κι απέναντι, στο ύψος των ματιών της, ένα αναλόγιο, που τόνιζε ακόμη πιο πολύ την αρχετυπική της παρουσία. «Έχω τρία ντοσιέ τέτοια και άλλα τόσα τραγούδια που τα έχω μες το μυαλό μου».
H Καίτη Τσιμπέρη-Μαζόχα γεννήθηκε στη Δράμα.
Ο πατέρας της ήρθε 9 χρονών απ’ την Προύσα της Μικράς Ασίας,
επαγγελματίας μουσικός, τραγουδούσε κι έπαιζε ούτι. Η μητέρα της είχε
ρίζες απ’ την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Ο αδερφός της
επαγγελματίας βιολιστής. Ήταν μια μουσική οικογένεια.
Όταν η ίδια ήταν κοριτσάκι, στο σπίτι έρχονταν κι άλλοι μουσικοί και
στηνόταν πολύ συχνά γλέντι κανονικό. Ο πατέρας της της έδινε χώρο,
εκείνης της άρεσε να τραγουδάει το σουξέ της Φωτεινής Μαυράκη, τραγουδίστριας της εποχής, «Ή εμένα ή την άλλη». Αλλά πιο πολύ της άρεσε να κρατάει το ρυθμό χτυπώντας τα χέρια στο τραπέζι. «Κρατούσα τα τέμπα, με το μέτρο γεννήθηκα».
Επίσης πολύ συχνά μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού έπαιρνε πόζες
Βουγιουκλάκη, στοιχείο που προμήνυε, ίσως, την πρόσφατη ενασχόλησή της
με το θέατρο.
Στα 18 της βρέθηκε στην Ελβετία,
όπου έμενε η αρραβωνιασμένη αδερφή της. Μπήκε σε νοσοκομείο ως βοηθός
νοσοκόμας. Τότε όμως της έτυχε κάτι πολύ προσωπικό και αναγκάστηκε να
γυρίσει στην Ελλάδα. «Όλα γραμμένα φαίνεται πως είναι». Έπρεπε να βγει στο τραγούδι, δεν μπορούσε αλλιώς να συντηρηθεί. «Πήγα και βρήκα μια γνωστή μου τραγουδίστρια και της είπα πως θέλω να ξεκινήσω νύχτα». Ξεκίνησε το 1975 σ’ ένα χωριό κοντά στη Σκύδρα. Σκυλάδικο. «Επειδή τα σκυλιά δεν φταίνε σε τίποτα, είναι τόσο καλά, εγώ τα λέω “μπουζουκάδικα”».
Και τι δεν είδε εκεί μέσα. Έρεβος.
Εκείνη νόμιζε ότι θα ξεκινούσε απλώς, θα έπαιρνε το μικρόφωνο και θα
τραγουδούσε. Όταν όμως ήρθε ο σερβιτόρος και της είπε να πάρει ποτά και να πάει να κάτσει σ’ αυτούς εκεί πέρα, εκείνη σκέφτηκε «Τι ζω η γυναίκα!».
Το πρώτο βράδυ, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ.
Πώς βρέθηκε απ την Ελβετία σ’ ένα σκυλάδικο στη Σκύδρα; Ήταν 19 χρονών.
Δεν μπορούσαν να την κρατήσουν. «Από την πρώτη μέρα έδειξα ποια είμαι». Μαζί με μια χορεύτρια απ’ την Αίγυπτο μετακόμισε σε άλλο μαγαζί στη Λευκόβρυση Κοζάνης. Το έλεγαν «Βιετνάμ». Ιστορικό μαγαζί. Απ’ τις πολλές φασαρίες ονομάστηκε έτσι. Λένε πως από κει πήρε την ιδέα ο Βούλγαρης για την περίφημη σκηνή με το «Ηλία ρίχτο!», όπου από πίσω παίζει το τραγούδι της Μαίρης Μαράντη «Θα πάρω φόρα».
Εκεί ήταν χειρότερα. Όταν σούρωναν οι κοπέλες, οι κονσοματρίς γυρνούσαν τα ποτήρια ανάποδα, τα σπάγανε και μετά χαρακώνονταν.
To σίγουρο είναι πως δεν έπιναν γάλα. Η ίδια όμως η Μαζόχα είχε ισχυρό
ένστικτο επιβίωσης. Γλύτωσε τα χειρότερα. Δυο φορές της παρήγγειλαν να
παίξει το «Σταυραετό» και, σα να προαισθάνονταν το κακό που θα
επακολουθούσε, πήγε πίσω-πίσω και κατέβηκε αθόρυβα από κάτι πλαϊνά σκαλάκια που είχε το πάλκο. Έγινε σφαγή. Ήρθε η Ασφάλεια. «Από τότε δεν λέω ποτέ “παραγγελίες”. Λέω μόνο “επιθυμίες” ή “αφιερώσεις”».
Η περιπλάνησή της στα κέντρα της μακεδονικής υπαίθρου δεν είχε τέλος: “Lucy” στην Καστοριά, “Αrigato”, ”L’ Amore”, «Αδυναμία», “Copa Cabana” και αργότερα στο ξακουστό "Bora Bora". Στα 70’s ήταν ντισκοτέκ, μαγαζί λουξ, όπως η «Φαντασία» των Αθηνών, με φαγητό και τέτοια. «Δεν υπήρχε τέτοιο οίκημα σ’ όλη την Ελλάδα». Περνούσαν από κει όλα τα μεγάλα ονόματα της νύχτας. Για κάποιες μέρες η Μαζόχα τραγούδησε και με το Ζαμπέτα. «Μωρή Μπουμπου!», την πείραζε. Γνώρισε και το Μενιδιάτη: «Πολύ ωραίος, μάγκας παλιός, άρχοντας. Του έλεγα σ’ εσένα έπρεπε να δοθεί ο τίτλος του Σερ». Ξεκίνησε φουλ πρόγραμμα με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Την άκουσε κι ενθουσιάστηκε. Της πρότεινε να κατέβει Αθήνα. Το ίδιο και η Βιτάλη αργότερα. Αρνήθηκε. Η Αθήνα ήταν χάος. «Μου έλειπε η αυτοπεποίθηση, δεν μου άρεζαν οι δημόσιες σχέσεις, αλλά είχα επαναπαυτεί κιόλας, περνούσα καλά». Μετά έπαιξε για χρόνια στο «Πιατάδικο».
Και φτάνουμε στο σήμερα. Η Καίτη Μαζόχα, μια ήρεμη δύναμη,
στα εξηντατόσο της πλέον έχει επιβάλλει τους όρους της στη νύχτα. Το
κοινό της Κοζάνης την αγαπάει γι αυτό που είναι, για τη φωνή της, για το
ήθος της. Διατηρεί μια σχεδόν οικογενειακή σχέση μαζί
του. Στο πρόγραμμα που είδα τις προάλλες, νεαροί με μια εμφάνιση η οποία
παραπέμπει σε άλλα είδη μουσικής, ο σύλλογος γυναικών, ταλαιπωρημένοι
άντρες μ’ ένα σκοτάδι στο βλέμμα και κάποιοι άλλοι καλοζωισμένοι με τις
κοιλίτσες τους και τις φαλάκρες τους, βρίσκουν παρηγοριά σαν διψασμένα για αγάπη παιδάκια,
στη ζεστή της, μητρική παρουσία. Καθώς τραγουδάει, τους χαιρετάει
χαμογελαστή απ' το καρεκλάκι της. Εκείνοι σκύβουν και τη φιλάνε, καθ όλη
τη διάρκεια της νύχτας, σα να προσκυνάνε μια τοπική Αγία.
«Τρελαίνομαι, ειδικά με τη νεολαία, μου φιλούν το χέρι, με λένε Αρχόντισσα». Όσο για τους νέους τραγουδιστές: «M’ένα
σουξέ καβαλάν το καλάμι, μια λέξη τραγουδάνε και μετά “δικό σας!”. Δε
μου αρέσει αυτό. Πρέπει να ξέρεις πότε να χαμηλώνεις το μικρόφωνο.
Επίσης τραγουδάνε όλοι με το ίδιο στυλ. Παλιά καταλάβαινες ότι αυτή που
ακούς είναι η Πολύ Πάνου ή η Ριτα Σακελλαριου. Επίσης το μπουζούκι εξαφανίζεται κι αυτό με λυπεί πάρα πολύ…».
Πρόσφατα, το κοινό της Μαζόχα διευρύνθηκε ακόμα πιο πολύ, αφού εισέβαλε δυναμικά και στο χώρο του θεάτρου.
Το «θέμα» μου, φαίνεται πως το είχαν πάρει χαμπάρι άλλοι πριν από μένα.
Ο διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Kοζάνης Λευτέρης Γιοβανίδης, βλέποντάς τη σε
μιαν αφίσα πριν από καιρό διέκρινε στην αυθεντική της παρουσία, κάτι που
τον οδήγησε να ανεβάσει ένα ολόκληρο θεατρικό έργο κομμένο και ραμμένο
στα μέτρα της. Ένα one-woman show με τίτλο Βραδιάζει Κυρία Γαλάτεια. «Είπα μέσα μου, Καίτη, μπήκες στο χορό και θα χορέψεις».
Και το έκανε. Στην πρεμιέρα μάλιστα, ήταν πολύ κρυωμένη και για ν’ ανταπεξέλθει πέρασε πρώτα απ το νοσοκομείο κι έκανε ενδοφλέβια κορτιζόνη.
Η παράσταση ταξίδεψε και στην πρωτεύουσα, στο θέατρο Άλμα. Τη ρώτησα αν
θα αξιοποιούσε τώρα τη θεατρική της εμπειρία, για να επιχειρήσει να
εμφανιστεί σε μουσική σκηνή της Αθήνας: “Tι να πάω να κάνω στην Αθήνα σ’ αυτήν την ηλικία; Eχω εγγόνια πλέον».
Ζήλεψα το ρεαλισμό της και την αυτάρκειά της. Η Καίτη Μαζόχα είναι
χορτασμένη, εισπράττει αγάπη από ένα κοινό που όλο και διευρύνεται και
το απολαμβάνει: «Ολοκληρώθηκα απ’ όλες τις πλευρές». Παραμένοντας ο εαυτός της.
Η ώρα πέρασε κι ο άντρας την περίμενε
έξω απ' το καφέ για να φύγουν. Την ευχαριστήσαμε ευγενικά για την
κουβέντα. Μας χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. «Πάνω απ όλα υγεία και αγάπη αγόρι μου...».
Βγήκα έξω στο κρύο της Κοζάνης νιώθοντας σαν να έχω παρακολουθήσει μια συναρπαστική ταινία.
*Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου