28 Σεπ 2011

Βερολίνο, η Πρωτεύουσα του "Εχθρού"


- Ζώντας όλους αυτούς τους μήνες στον ελλαδικό χώρο, μαθαίνεις (;) να ζεις σε μια κατάσταση του στυλ "λίγο πριν το τέλος". Σε μια ατμόσφαιρα που αρνείται ν' αλλάξει ή να φτάσει οριστικά στο "τέλος" και που, αντίθετα, παραμένει πεισματικά κολλημένη στο "λίγο πριν", σ' ένα διαρκές και καθημερινά αυτοτροφοδοτούμενο "λίγο πριν". Με αυτά καρφιτσωμένα μες το μυαλό μου, ταξίδεψα ή καλύτερα δραπέτευσα για λίγο, στην πρωτεύουσα του "εχθρού", στο Βερολίνο.
- Διάβασα πρόσφατα στη Καθημερινή μια συνέντευξη του Γάλλου φιλοσόφου Pierre-André Taguieff  που αναφερόμενος και στην ελληνική εκδοχή των "αγανακτισμένων" είπε τα παρακάτω: "H δαιμονοποίηση του εχθρού αντικαθιστά την ανάλυση της κατάστασης και τον στοχασμό..." και σκέφτηκα ότι αυτό ακριβώς αποτελεί παγίδα για τη χώρα μας, μια μεγάλη κρυφή παγίδα που αν δεν την προσέξουμε μπορεί να οδηγηθούμε σε ακόμη σκοτεινότερες καταστάσεις.
- Το Βερολίνο, ως πόλη, έχει γνωρίσει παρόμοιες καταστάσεις, μιας και όλες οι "πληγές" του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, είναι εμφανείς παρά το λίφτινγκ της ενοποίησης. Η πρωτεύουσα της Γερμανίας, δεν ξεχειλίζει από μνημεία ή αρώματα, σε αυτούς τους τομείς πόλεις όπως το Παρίσι και  η Κωνσταντινούπολη παραμένουν ασυναγώνιστες. Ακόμα, η θλίψη που αποπνέουν τα χοντροκομμένα κτίρια σε ύφος σοσιαλιστικό, απομακρύνουν κάθε διάθεση ανέμελου τουριστικού ξεσαλώματος,  τουλάχιστον τις περισσότερες ημέρες του χρόνου. Γενικά η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί παντού σε κάνει να σοβαρεύεις και να κάτσεις να σκεφτείς. Είναι βλέπεις κι ουρανός, βαρύς και γκρίζος σαν μολύβι, που δεν σηκώνει αστειάκια.
- Αντιθέτως είναι ο κατάλληλος καιρός για δουλειά! Τι λυτρωτικό πράγμα φαντάζει το παραπάνω στα μάτια κάποιου που προέρχεται απ' το μέρος που βασιλεύουν η ραστώνη, η αργή αποσύνθεση και οι "απόψεις", οι τελευταίες, μασκαρεμένες ,μάλιστα και με το μανδύα της "αγανάκτησης" ή της "συνταγής για τη σωτηρία της πατρίδας". Στο Βερολίνο οι άνθρωποι δουλεύουν, προχωράνε, συντηρούν το "παλιό" όταν αυτό έχει αξία κι όταν το "παλιό" δεν τους πείθει πια τολμούν το "καινούργιο", που , έτσι κι αλλιώς, προϋποθέτει το "παλιό" για να υπάρξει.
- Στο  Deutsches Historisches Museum, στο Μουσείο Γερμανικής Ιστορίας, βλέπεις να ξετυλίγεται , από αίθουσα σε αίθουσα, όλη η  νεώτερη Ιστορία της Γερμανίας, επομένως  κι όλου του υπέροχου αλλά και φριχτού, ταυτόχρονα, ευρωπαϊκού 20ου αιώνα, δηλαδή από το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου έως και την πτώση του Τείχους. Κάθεσαι άφωνος μπροστά στις χριστουγεννιάτικες γιρλάντες με τη σβάστικα(!) φτιαγμένες ειδικά για τα ξανθά ροδαλά παιδάκια των Ναζί.


Κάθεσαι άφωνος μπροστά στα κινηματογραφημένα ντοκουμέντα με τον Αδόλφο να κινείται σαν υστερικός Σαρλώ του Εωσφόρου. Τέλος, κάθεσαι βουβός και πονάς, αντικρίζοντας τα πορτραίτα των θυμάτων του Ολοκαυτώματος: βλέπεις νέους που δεν πρόλαβαν, ηλικιωμένους που δεν πρόφτασαν να φύγουν απαλά και γλυκά στα χέρια οικείων, κορίτσια που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να βλαστήσουν και να καρποφορήσουν... Αναρωτιέσαι αν πρέπει κανείς να μένει μόνο στη μνήμη και στην παράθεση ντοκουμέντων, όμορφα βαλμένων σε βιτρίνα, κι αν φτάνει αυτό μόνο...


-  Κάθομαι σ' ένα καφέ, πίνοντας μια χλιαρή BERLINER και σκέφτομαι , αυτή τη φορά με τρυφερότητα, τη τωρινή Ελλάδα που βαρυγκωμά, και με πιάνει μια λάιτ νοσταλγία. Νιώθω λίγο ένοχος για μια πλευρά του εαυτού μου που θέλει συχνά ν΄αλαφραίνει τις δύσκολες καταστάσεις. Δεν χωνεύονται με τίποτα όσα έχουν γίνει, αλλά απ την άλλη όλα άλλαξαν από τότε. Η χαροκαμένη αλλά αξιοπρεπής μικρή Ελλάδα των πολέμων και των δυσκολιών, έχει δώσει τη θέση της σε μια μάζα απροσδιόριστη, που μπάζει από παντού, που ανά πάσα στιγμή, κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα. Κι όπως πριν, έτσι και τώρα, παραμένει  αυτονόητο το αίτημα για οικονομική αποζημίωση. Οι νεκροί πρέπει να αποκατασταθούν ηθικά και το τερατώδες πρέπει να δώσει τη θέση του στην οριστική δικαίωση και την αιώνια γαλήνη. Αλλά πως θα γίνει αυτό, όταν όλα τα παραπάνω εκστομίζονται σπασμωδικά κι εκ του πονηρού από τους εγχώριους τηλε-εθνικιστάκους, κι από τους ,κάθε λογής, πολιτικό-πνευματικούς μας  ταγούς;
-  Ρίχνω μια τελευταία ματιά γύρω μου: το σύγχρονο Βερολίνο, είναι το αντίθετο αυτού που οραματιζόταν ο Χίτλερ, δηλαδή μια αρχαιοελληνικού ύφους πρωτεύουσα των απογόνων των Ούννων.Και μάλλον πολύ λίγο θυμίζει τις σκοτεινές εποχές του Τείχους. Μοιάζει πιο πολύ με την πολιτεία του Wim Wenders, έτσι απ΄το σινεμά την πρωτοέμαθα κι εγώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι  θα βρεις πια εκείνην την τόσο γοητευτική  ονειρική εγκατάλειψη της.  Η πόλη από το Spandau έως το Mitte και το Kreuzberg είναι αδιαίρετη πλέον αλλά και ανακατεμένη και πολυπολιτισμική  . Εκεί που άλλοτε αλώνιζαν οι κατάσκοποι, τώρα νέοι καλλιτέχνες ονειρεύονται μελλοντικά έργα.


Τέλος,  στο πάλαι ποτέ Ost-Berlin, κάτω από τα κτίρια με εμφανή ακόμα τα σημάδια της ανατολικού τύπου σεβεντίλας, ανθούν ακομπλεξάριστες ιδέες και οι έρωτες σε ποικίλους συνδυασμούς, όχι όμως με αναίδεια,  αλλά με την  φυσικότητα ενός ανθρώπου που χαίρεται τις ελευθερίες του, υπακούοντας ταυτόχρονα σε βασικούς κανόνες. Δηλαδή με τα αυτονόητα...

11 Ιουλ 2011

Όσα Παίρνει Ο Ανεμιστήρας


  •   Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι ηλικιωμένες κυρίες, που πάνε να γίνουν το αγαπημένο φετίχ του ραζμπλογκ,  είναι ότι πιο ενδιαφέρον, επαναστατικό  και σουρεαλιστικό βλέπεις σ' αυτή τη χώρα, σ' αυτές συν υπάρχουν αρμονικά  κάποια αγαπημένα "αντίθετα" που ευδοκιμούν στο ελλαδικό τοπίο: αγάπη και μίσος, αποφασιστικότητα και διστακτικότητα, συντήρηση και πρόοδος κλπ κλπ
  •  Παρ' όλα αυτά οι φίλοι,οι περισσότεροι  στην δραστήρια δεκαετία των τριάντα, προτίμησαν άλλα  πιο ακραία και μοντέρνα σπορ.
    • Βάζω τον ανεμιστήρα στο τέρμα.

    • Ο τόπος γέμισε εκ νέου υποκριτές  , και οι μεν και οι δε(και οι δεν, ακόμη) πιπιλίζουν λόγια που δεν πιστεύουν, λένε υπερβολές, αναμασάνε κακοπαιγμένα σέβεντις  στην Πλατεία, όπως θα κάναν στα νιάτα τους κι αυτοί εκεί μέσα, ακούνε όλοι τους Βασίλη(!),  και η χώρα ζει καθημερινά πολλαπλές, μικρές επιστροφές στο παρελθόν.
    • Και οι πρωταίτιοι του πλιάτσικου παραμένουν έξω...
    •  Εντάξει , ας το παραδεχτώ, η πολιτική στην Ελλάδα είναι μια χοάνη κοπράνων που σε ρουφά και σε πνίγει,  η εικόνα του Ελληνικού Κοινοβουλίου είναι  η χειρότερη που θα μπορούσε να γίνει. Η πρόσφατη φαιδρή οπερέτα με τις γαλαζοπράσινες αντεγκλήσεις,  για το πότε ήρθε στ’ αλήθεια η δημοκρατία στη σύγχρονη Ελλάδα,  απέδειξαν για μια δισεκατομμυριοστή φορά το χαμηλό της κατάστασης και σ’ όλα τα παραπάνω συνέτεινε και  η βουβή παρακολούθηση του προαναφερθείσας κοκορομαχίας  απ’ τους εκπροσώπους της αριστεράς.  Που είναι ο σχεδόν συνομήλικος μου Τσίπρας; Γιατί κανείς δεν πετάχτηκε επάνω να επισημάνει με λόγια καθαρά  το γελοίο της κατάστασης σε εποχές, μάλιστα, που οποιαδήποτε περιττή κουβέντα και πράξη μπορεί να αποβεί καταστροφική.  Και περισσότερο λυπάμαι για κάποια υγιή μυαλά , που θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα εκεί μέσα, κάποιοι νέοι άνθρωποι που δεν έχουν μπει ακόμα για τα καλά σ’ αυτή τη χοάνη που έλεγα παραπάνω...
    •   Απ' την άλλη πολύ φοβάμαι ότι τα υψωμένα  χέρια δεν οδήγησαν την μεταπολιτευτική  Ελλάδα που εγώ θυμάμαι, σε σπουδαία πράγματα. Εντάξει , η  φοβερή αδικία, ο χαμένος ιδρώτας(όσων δουλεύουν και  δεν κοροϊδεύουν τον εαυτό τους) είναι πολύ ιερά πράγματα. Αλλά πάντοτε  κάτι πάει στραβά όταν η γροθιά αρχίζει και  σηκώνεται. Κάτι χαλάει σ' αυτή την ακριβή ισορροπία και το ευγενές μετατρέπεται σε χυδαίο.  Έτσι, η υψωμένη γροθιά των όψιμων δικτατορικών και μεταδικτατορικών χρόνων, μετατρέπεται σε άσχημη σημαία πλαστική του ογδόντα  ,λίγο μετά ξεσαλώνει για το πανευρωπαϊκό και ξεσπαθώνει για το "μακεδονικό". Για μια στιγμή, εκεί γύρω στο 2000 η γροθιά ξεκουράζεται ή μετατρεπόμενη σε χούφτα, ασχολείται με άλλα πράγματα και τώρα, να που πάλι, επιστρέφει με τη μορφή της μούντζας αυτή τη φορά... 
    • Απ'  τον Έλληνα δεν έλειψε ποτέ η «αγανάκτηση», τριάντα τόσα χρόνια που θυμάμαι το εαυτό μου , αγανακτισμένος ήταν πάντα , αλλά πάντα  με τους απέξω, ποτέ με το δικό του σπίτι. Το είχε καταλάβει καλά αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου, και του το καλλιέργησε στο έπακρο, βγάζοντας του και άλλα, ακόμα  πιο χαμηλά ένστικτα. Δεν είναι τυχαίο , ότι  η αυστηρή πατερναλιστική του φιγούρα, εμφανίστηκε  και πάλι νεκραναστημένη , σαν υπενθύμιση (?), στις κολώνες της πολύπαθης μας πόλης. Η μορφή του υπερήλικα οργισμένου  Μίκη Θεοδωράκη στα Προπυλαια είναι άλλη μια απόδειξη των παραπάνω.  Ο Έλληνας δεν έχει, ακόμα,  μάθει να δρα ώριμα από μόνος του, χωρίς την θαλπωρή του όποιου εθνικού του ή ιδεολογικου του πατερούλη.
    • Τα υπόλοιπα είναι χιλιοειπωμένα: Ασφυξιογόνα αέρια , Ακροδεξιοί Ροπαλοφόροι, Γιαούρτωμενοι εκπρόσωποι, Μαλί της γριάς, Φρικτά πράσινα φωτάκια και δώδεκα εκατομυρια  οικονομικοι αναλυτες .
    •  Μα πιο πολυ με στεναχωρουν οι φίλοι που δεν καταλαβαίνουν... 
    • Το παρόν μπλογκ δεν πέθανε, απλά αναρωτιέται προς τα που να συνεχίσει.  Μπαϊλντισμένο μες την Έρημη Χώρα στέκεται στο σταυροδρόμι με τις πολλές πινακίδες και δεν ξέρει ποιον δρόμο να πάρει. Έτσι ακριβώς νοιώθω, έρημος και αναποφάσιστος.

      17 Μαΐ 2011

      "Η Χώρα Των Πεζών"


      "Στο πρόσωπο ενός θεωρούμενου σήμερα ελάσσονος ζωγράφου, του Constantine Gyus, εντόπισε ο Charles Baudelaire τον κύριο εκφραστή της οξυδερκούς παρατήρησης του, γοητευτικού και απειλητικού συνάμα, κόσμου που αναδυόταν στις μεγαλουπόλεις της Δύσης και ειδικότερα στο Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. «Ζωγράφο της Μοντέρνας Ζωής» τον χαρακτήρισε, καθώς ο Gyus “απαθανάτισε” όλα τα καινοφανή χαρακτηριστικά της εποχής του, χρησιμοποιώντας μια ζωγραφική γλώσσα εντελώς διαφορετική από τον ακαδημαϊκό νεοκλασικισμό. Ο πολιτικά ανατρεπτικός ρεαλισμός του Courbet είχε προηγηθεί και ο προ-ιμπρεσιονιστικός τολμηρός σχολιασμός του Manet θα ακολουθούσε. Ο Gyus δημιούργησε τα περισσότερα έργα του εγγράφοντας στο συνειδητό των θεατών και αναγνωστών του αυτό που βίωναν στο ασυνείδητο: δανδήδες, πλάνητες, πόρνες, αριστοκράτες και στρατιωτικοί σε άμαξες και πολύβουους δρόμους έγιναν πρωταγωνιστές σε ζωγραφικά έργα, θαρρείς προχειροφτιαγμένα, φαινομενικά τραχειά και ανεπιτήδευτα, ικανά όμως να αποτυπώσουν την ταχύτητα των μεταβολών της εποχής, τον αγώνα για εγκαθίδρυση των νέων φυλών που διεκδικούσαν το μερίδιο τους και το ζωτικό τους χώρο στη νέα Πόλη που θεμελιωνόταν. Απέναντι σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα ο Gyus και συνεκδοχικά ο Baudelaire στάθηκαν με προφανή αμφιθυμία και ουδεμία διάθεση εξιδανίκευσης και εξωραϊσμού—τα πράγματα ήταν απλώς έτσι. Θα μπορούσαν να γραφτούν αμέτρητες σελίδες για την αναπαράσταση του κόσμου που από τότε και έπειτα άρχισε να αποδίδεται όλο και πιο αφαιρετικά, όλο και πιο επίπεδα, με όλο και πιο έντονα χρώματα, πότε-πότε ως άθροισμα γεωμετρικών σχημάτων, αργότερα ως σουρεαλιστική στρέβλωση, δυστοπική παραμόρφωση και εξπρεσιονιστική εξωτερίκευση ενός ταραγμένου εσωτερικού κόσμου, μεταπολεμικά ως χειρονομιακή τρικυμία εν καμβά, εντέλει ως ποπ πολλαπλότητα. Και ενώ οι γκριμπεργκιανές θεωρήσεις περί νομοτελειών σαγήνευαν τους αποτυχημένους προφήτες και το εγελιανό τέλος της τέχνης παρερμηνευόταν κατά το δοκούν από την μεταμοντέρνα φενάκη μιας πολυπόθητης συνθηκολόγησης με το υπάρχον και την συνεπακόλουθη ηττοπάθεια, μας προέκυψε μια νέα παραστατικότητα που στον 21ο αιώνα επιδιώκει να επαναφέρει την καταγραφή αυτού του κόσμου, του απτού και καθημερινού, στο επίπεδο της κριτικής και της φιλοσοφίας. Και κάθε κριτική και φιλοσοφία εμπεριέχει, φέρει μέσα της το σπέρμα της ανατροπής! Σ’ αυτή τη νέα παραστατικότητα εγγράφεται το έργο του Αχιλλέα Ραζή, ενός ζωγράφου, όχι της μοντέρνας αλλά της σύγχρονης εποχής, που με την τρίτη ατομική του έκθεση με την Αίθουσα Τέχνης «Αγκάθι» και τη δεύτερη συμμετοχή του στην Art-Athina, παραμένει πιστός στην αποτύπωση ενός όχι-και-τόσο-φιλικού αστικού τοπίου. 
        Oι καλλιτέχνες αυτής της νέας ή καλύτερα της σύγχρονης παραστατικότητας δεν απευθύνονται μόνο στο μάτι ούτε μόνο στις αισθήσεις, έχουν προσπεράσει το “ωραίο” που κατά τον Schopenhauer και εσχάτως τον Νεχαμά δεν είναι «παρά μια υπόσχεση ευτυχίας», τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα κάθε μεταφυσική πιθανότητα πρόσληψης και καταπιάνονται με το καθημερινό, το παρατηρήσιμο, το οικείο, το πεζό. Ο Edward Hopper, χαρακτηρισμένος ως ρεαλιστής από την ιστορία της τέχνης, κυρίως κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου αποπειράθηκε να αποδώσει αυτόν τον κόσμο χωρίς πια συναισθήματα, να τον παραδώσει βορά στον εκ του μακρόθεν παρατηρητή. Η αμφιθυμία του Guys και του Baudelaire, ο φόβος τους μπρος στο επερχόμενο που βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με την ελπίδα που έφερνε το νέο, στα χέρια του Hopper μετατράπηκε σε αποστασιοποίηση και ενδεχομένως σε σιωπηλή θλίψη.
      Στη «Χώρα των Πεζών» ο Αχιλλέας Ραζής συλλαμβάνει μικρά polaroids από τον ολοένα και συρρικνούμενο δημόσιο κοινόχρηστο χώρο, από  μεγάλες πλατείες, αποβάθρες, εμπορικούς δρόμους, εσωτερικά ιδιωτικών λεσχών και ταχυφαγείων που κάτι-μας-θυμίζουν, στιγμιότυπα που αφήνουμε να διαφεύγουν από τη μνήμη μας αφοσιωμένοι και προσηλωμένοι σε κάτι υποκειμενικά και εγωιστικά “πιο σπουδαίο”: να προλάβουμε το ραντεβού, να μην αργήσουμε στη δουλειά, να μη χάσουμε το λεωφορείο και άλλα πεζά. Οι πεζοί του Ραζή, περιφέρουν τις καλά κρυμμένες αγωνίες και “αγωνίες” τους στην ανωνυμία του πλήθους, στο συνωστισμό, στο χωνευτήρι ανθρώπων, στην παγκοσμιοποιημένη και ομογενοποιημένη πόλη που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη του λεγόμενου δυτικού και δυτικοποιημένου κόσμου. Τα βλέμματά τους δε διασταυρώνονται ποτέ, οι φωνές τους, ενδεχομένως οι κραυγές τους είναι βουβές και κατευθύνονται προς τα μέσα – δεν είναι τυχαίο ότι στις δύο μεγάλες «Πλατείες» του τα μόνα πρόσωπα που απεικονίζονται να μιλούν, το κάνουν στα κινητά τους τηλέφωνα! Σε λίγα δευτερόλεπτα θα χαθούν από το πλάνο για να τους διαδεχθούν νέα πρόσωπα, νέοι βιαστικοί πεζοί στο ίδιο φόντο, στον ίδιο χώρο. Η πραγματικότητα ακινητοποιημένη, λες και τα ρολόγια σταμάτησαν ξαφνικά, ήταν μια από τις επαναστατικές πράξεις της φωτογραφίας: ο κόσμος έγινε αντικείμενο παρατήρησης όπως ποτέ ξανά. Θα είχε κάποιο νόημα να συνεχίσουμε να τον κοιτούμε σαν σε μικροσκόπιο; Με διάθεση εξονυχιστικής παρατήρησης; Φυσικά και όχι. Γι’ αυτό και η «Χώρα των Πεζών» είναι μια ανεστραμμένη πραγματικότητα, μια κριτική και αυτοκριτική ομολογία της παντελούς έλλειψης κάθε επικοινωνίας, ακόμα και της οπτικής, ένα παζλ από ετερόκλητες μονάδες που παραμένουν αποσπασματικές σε ένα κατακερματισμένο σύμπαν ατομικοτήτων, που βιάζονται να ξεφύγουν από το πλάνο για να συνεχίσουν τη μάταιη πορεία τους προς την ασφάλεια του ιδιωτικού τους βίου. Ο μόνος που φαίνεται να νοιάζεται για όσα συμβαίνουν στο εκάστοτε “θέατρο του δράματος” είναι ο καλλιτέχνης για τον οποίο τα “αντικείμενα” της παρατήρησης παραμένουν υποκείμενα άξια προς αναπαράσταση. Όπως εύστοχα είχε επισημάνει ο Κώστας Χριστόπουλος στην προηγούμενη σειρά έργων του Ραζή με τίτλο «Τα Άνθη της Καθημερινότητας» (μια ακόμα “συγγένεια” με τον Baudelaire που η πιο γνωστή συλλογή ποιημάτων του τιτλοφορούταν «Τα Άνθη του Κακού»): «Η πραγματικότητα “γονιμοποιεί” την αναπαράστασή της, ώστε να παραχθεί ένα νέο “συμβάν”, που εδώ δεν είναι άλλο από το καλλιτεχνικό έργο. Ίσως τελικά αυτό να μην είναι τίποτα παραπάνω από το προϊόν αυτής της ανθοφορίας, το άνθος μιας καταδικασμένης στην πεζότητα καθημερινότητας. Κάθε έργο αποτελεί και ένα υπαρκτό αντικείμενο ενατένισης, αποτελούμενο από υλικά τα οποία δύνανται να ανασυγκολληθούν. Αυτή θα μπορούσε να αποτελεί μιαν ακόμα ιδιότητα της ζωγραφικής: να επανενώνει τον παράδοξα κατακερματισμένο και αντινομικό κόσμο σε μία ύλη, σε ένα υλικό, στον εκάστοτε χρωστήρα.» Ο Ραζής χρησιμοποιώντας συχνά φωτογραφίες ως πρώτη ύλη δεν αρκείται στην εμφάνιση και έκθεσή τους. Τις μεταπλάθει με τα λάδια του, με τα έντονα και καθαρά χρώματά του σε καλά οργανωμένες και σκηνοθετημένες πράξεις καταγραφής μιας σωρείας ασημαντοτήτων και πεζών δραστηριοτήτων. Δε σνομπάρει τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του, δεν τους παρατηρεί αφ’ υψηλού. Εξ ου και τοποθετεί το βλέμμα του και τα πινέλα του στο ίδιο ύψος με αυτούς, στον ορίζοντά τους. Μόλις κλείσει την κάμερα και μαζέψει το βαλιτσάκι του θα χαθεί κι αυτός ανάμεσά τους και θα επιστρέψει στον ιδιωτικό του χώρο για να ολοκληρώσει τη δουλειά του, όχι πια en plein air, όχι εν θερμώ αλλά με σαφή πρόθεση να δημιουργήσει ένα αφήγημα, μια σύντομη ιστορία της πεζής μας καθημερινότητας, που θα συντελεστεί με τα έργα εν συνόλω τοποθετημένα. Η νέα παραστατικότητα του Ραζή δε μπορεί να αντιμετωπίζει—και δεν το κάνει— με μοντέρνα αμφιθυμία, όπως ο Gyus, τις χώρες των πεζών. Οι ελπίδες, άλλωστε, είναι λιγοστές καθώς η “πολυμορφία” των σύγχρονων πόλεων δεν συνηγορεί προς μια πληθυντική συνύπαρξη παρά προς ένα άθροισμα αποξενωμένων και ομογενοποιημένων μονάδων που μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Ούτε, ωστόσο, μπορεί να είναι μουντή και απαισιόδοξη όπως του Hopper καθώς η έλευση του τέλους της ιστορίας διαψεύδεται καθημερινά από απρόσμενες πράξεις, τις οποίες εκτελούν αυτοί οι ίδιοι—εμείς—άνθρωποι που περιφέρονται ακίνητοι στους καμβάδες του. Μπορεί όμως—και το κάνει—να είναι κριτική απέναντι στην θλιβερή μεταμοντέρνα ομοιομορφία, στην σιωπηλή πεζότητα, στην αβάσταχτη μοναξιά. Και έτσι να αντιπροτείνει, έστω και αποφατικά, δια της εις άτοπον απαγωγής, την άρση της πεζότητας. Το έργο της τέχνης της ζωγραφικής κάπου εδώ ολοκληρώνεται. Αίτημα προς διεκδίκηση παραμένει το αν θα ακολουθήσει το έργο της τέχνης της ζωής. "   
      • Ένα κείμενο του  Γιάννη Κουκουλά για την έκθεση με τίτλο  "Η Χώρα  Των Πεζών" στην ART-ATHINA 11.
      • Ο Γιάννης Κουκουλάς είναι δημοσιογράφος που έχει ασχοληθεί, κυρίως, με τον χώρο των κόμικς.
      • Μπορείτε να δείτε κάποια απ' τα έργα της έκθεσης πατώντας εδώ .

      4 Φεβ 2011

      Ζωή Σαν Δίσκος



      Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν ξεμπερδεύουμε ποτέ με όλα όσα έχουμε δει ή ακούσει. Ακόμα κι αυτά που ούτε να τα δεις θες ξανά, ούτε και να τ' ακούσεις, όσες φορές κι αν τα πετάξεις, πάλι εδώ θα είναι. Ξανά και ξανά. Είτε πρόκειται για θλιβερές αναβιώσεις, για  πράγματα δηλαδή που, κατά βάθος, δεν τα χρειαζόμαστε πια, αλλά, από βίτσιο ή από  αδυναμία, τα ανασύρουμε, κάθε τόσο,  απ’ το σκότος του ντουλαπιού μας , είτε πρόκειται για πράγματα του παρελθόντος που διεκδικούν το μερίδιο τους στο παρόν,κι αβίαστα όμως, σαν τους παλιούς καλούς φίλους, επανέρχονται κάθε τόσο στη ζωή μας,   κάνοντας μας να βιώνουμε την ψευδαίσθηση ενός διαρκούς ΤΩΡΑ.

         Δίσκοι (αλλά και ταινίες και βιβλία) που μπορεί να δημιουργήθηκαν, σε, άγνωστα κι  απρόσωπα  στούντιο ή ερημικά  δωμάτια όλο καπνούς και χαρτιά, μεταμορφώθηκαν , απ' τη δική μας υπερβολική αγάπη, από ξένο σώμα, σε υπόθεση τόσο  προσωπική, έτσι που για μια στιγμή νομίζαμε ότι  φτιάχτηκαν ειδικά για μας.  

      Ακόμα και αν για κάποια απ’ αυτά ντρεπόμαστε πλέον πολύ, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι όλα αυτά μαζί, σαχλά,σοβαρά ή μη, συνθέτουν ,μαζί με όσα άλλα ζούμε, τις διαφορετικές περιόδους της ζωής μας. Όλα άφησαν κάτι από τον εαυτό τους επάνω  στο πετσί μας, κάτι στον τρόπο που μιλάμε ή και  στον τρόπο που περπατάμε μέσα στη πόλη: Το βήμα ελευθερίας του Antoine Doinel προς τη θάλασσα , το τρέξιμο του Renton του ήρωα του Trainspotting, το μουστάκι του Λοχία Πέπερ ή   τα χίλια επίθετα με τα οποία «στόλισε» ο Τσιτσάνης τις γυναίκες των τραγουδιών του, αυτά και άλλα πολλά, φώτισαν αλλιώτικα την ρουτινιάρικη ζωή μας. Μιας ζωής που, έχουμε καταλάβει πλέον, ότι  δεν είναι σχεδόν ποτέ σαν  τραγούδι (ή σαν  ταινία ή σαν βιβλίο) γι αυτό και έχει τόσο βαθιά ανάγκη για   όλα τα παραπάνω. Γι' αυτό κι ο τίτλος του κειμένου αυτού είναι, λιγάκι, παραπλανητικός, θα πρεπε να λέει: Zωή Ποτέ Σαν Δίσκος ή κάτι τέτοιο...

      Παρ' όλα αυτά , υπήρξαν  και οι παρεξηγήσεις: πολλοί  μπερδεύτηκαν.  Ακόμη και κάποιοι από εμάς, παιδιά της κασέτας, έφηβοι των σιντί και ενήλικοι των Mp3, ίσως να την έχουμε ήδη πατήσει έστω και μια φορά.  Υπήρξαν δηλαδή, κάποιοι παράφορα ερωτευμένοι με όλα αυτά, κάποιοι που νόμιζαν ότι ζουν ολόκληροι  μέσα σ’ ένα  ποίημα κι απέφευγαν  με νύχια και με δόντια οτιδήποτε έχει να κάνει με την αληθινή  ζωή. «Πέρα απ’ τους δίσκους μου, η ζωή είναι σκάρτη», έλεγαν. Ας δεχτούμε  ότι, ναι, η αληθινή ζωή είναι ένα σκάρτο και βρωμερό και σάπιο παραμύθι, εμείς όμως  δεν πρέπει να είμαστε έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε και αν γίνεται να τ' αλλάξουμε; Για ποιόν άλλον  λόγο, εάν όχι γι’ αυτόν, σπαταλήθηκαν τότε οι ρεμπέτες,ξελαρυγγιάζονταν οι πανκ και δάκρυζαν τα γλυκά μοναχικά κορίτσια της αμερικάνικης υπαίθρου;Σίγουρα όχι πάντως για κάποιους άτολμους, μονήρεις ελιτιστές.

      Ποτέ δεν μου άρεσε η υπερβολική κατανάλωση τέχνης, πόσο μάλλον όταν όλο αυτό πήγαινε κάτω, αμάσητο. Και στην Ελλάδα, κυρίως, και ειδικά στην περίπτωση του τραγουδιού, όπου το «πάθος» περισσεύει, αυτό είναι πολύ συχνό φαινόμενο και έχει πολλές και διαφορετικής φύσεως  «απώλειες».   Δείτε πόσοι πληγωμένοι εγωισμοί και πόσοι τόνοι γκρίνιας έχουν εκκολαφθεί στις αδούλευτες ψυχές αυτών που έχουν «καταπιεί» όλο τον Καζαντζίδη. Δείτε τι άθλια μικροαστικά παλατάκια «έχτισαν » οι στίχοι:   "Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί το πηλοφόρι το μυστρί" για να σταθούμε στις πιο γραφικές περιπτώσεις.
      Ωστόσο υπάρχουν και κάποιες συγκινητικές περιπτώσεις ανθρώπων που ήρθαν τόσο κοντά στο «όνειρο» κάποτε, που λίγο έλειψε να καούνε: τους βλέπεις ακόμα , καμιά φορά, με μόνα λάφυρα κάποιες ξεβαμμένες μπλούζες συγκροτημάτων και ένα «κάτι» που έχουν ακόμα πάνω τους που τους προδίδει,  άσχετα αν αυτό μαράζωσε σταδιακά και φώλιασε στου ΟΠΑΠ τα πρακτορεία  ή  σε κάποιο συνοικιακό συνεργείο αυτοκινήτων.
      Υπάρχουν, τέλος, και οι κάφροι(αυτοί κι αν δεν έλειψαν ποτέ...), που δεν καταλαβαίνουν τίποτε απ' όσα ακούνε ή βλέπουνε. Που η ζωή τους είναι όλο τζούφιες "κατακτήσεις" (ή "απώλειες", όταν διανύουν περιόδους "κρίσης"  ). Κι ο σκληρός τους δίσκος, παρολαυτά,  ξεχειλίζει από "κατεβασμένες" δισκογραφίες. Αλλά αυτοί δεν θα νοιάζονται ούτε και γι αυτό το κείμενο, ούτε και για τις συνέχειες του, γι αυτό και δεν θα τους θίξω άλλο.
      Αρκετά όμως γκρινιάξαμε. Τα κείμενα που θ' ακολουθήσουν θα μιλάνε για δίσκους, κυρίως. Δουλειά μας δεν είναι να τους αναλύσουμε, άλλοι είναι πολύ καλύτεροι σ΄ αυτό, ούτε να φτιάξουμε όπως όπως μια λίστα με αγαπημένα άλμπουμ. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις λίστες και τις μόδες που έρχονται και παρέρχονται, ίσα ίσα μ΄αρέσουν κιόλας, οι πρώτες , γιατί φανερώνουν,με έναν απλό και χειροπιαστό τρόπο, πράγματα για σένα που, κανονικά,  θες χιλιόμετρα κειμένου για να τα εξηγήσεις, και οι δεύτερες, οι μόδες δηλαδή, επειδή τολμούν να παίξουν με σχήματα αμετακίνητα, με έννοιες βαρύγδουπες,  αλλά και με τα δικά μας τα  λάθη και τις επιπολαιότητες, που αλλιώς, κι έξω από κει, θα ηχούσαν πολύ δυσάρεστα. Η βασικότερη ανάγκη μας, όμως, είναι άλλη: Μιλάμε για δίσκους, γι΄αυτό το μεγάλο ή μικρό στρογγυλό πράγμα που ακτινοβολεί ματαιότητα , για να δούμε τη ζωή μας. Κι όπως λέει, κι ένας φίλος μου, διηγείσαι το παρελθόν σου για να δεις καθαρότερα το μέλλον σου.
      Ξεκινάμε, λοιπόν!

      αρχείο

      www.slowfood.com

      επισκεπτεσ:

      count website traffic

      Αναγνώστες