30 Νοε 2008

Τσαρούχης



Όταν το 1966 ο Τσαρούχης έβγαινε βόλτα στην Ομόνοια για να ζωγραφίσει Καφενεία,θα είχε σίγουρα στο μυαλό του την Αφαίρεση και την Γεωμετρία. "Βλέπω" συχνά την ατμόσφαιρα αυτού του πίνακα, έξω στο δρόμο όταν σκοτεινιάζει και τα φώτα πίσω απ' τα τζάμια ανάβουν. Τώρα, βέβαια, ο κόσμος πηγαίνει πιο συχνά στα γκούντις και στα γυμναστήρια, παρά στα καφενεία. Οι συνήθειες, οι λέξεις και οι έννοιες, αλλάξαν πολύ από τότε. Ακόμα και το ΝΕΟΝ έγινε φαστφουντάδικο. Τι θα ζωγράφιζε τώρα ο Τσαρούχης αντί για Καφενεία; Μπορεί φαστφουντάδικα ή γυάλινα κτήρια, εάν είχε ακόμα στο μυαλό του την Αφαίρεση και τη Γεωμετρία. Μπορεί να μην ζωγράφιζε καν, μπορεί να είχε μπλογκ και από κει να προσπαθούσε να ξεμπερδέψει τον μπερδεμένο κόσμο μας. Μπορεί να έγραφε δηλητηριώδη σενάρια για αθώες σαπουνόπερες, δεν ξέρω.
Ο Τσαρούχης είναι από τους λίγους Έλληνες ζωγράφους που επισκέπτομαι τακτικά, όλα αυτά τα χρόνια. Και είμαι απ ' τους ανθρώπους που φρίττουν με λέξεις όπως "γενιά του 30", "ελληνικότητα", όπως και με όλους αυτούς τους μελαγχολικούς επιγόνους που επιμένουν αυτιστικά με φτερωτούς αγγέλους, νεοκλασικά και συνεσταλμένους ναύτες. Ο Τσαρούχης δεν ήταν σαν αυτούς, τουλάχιστον η μαγιά της τέχνης του, αυτό δείχνει. Ζωγράφισε με ένταση, χάρη, ακόμα και με υπόγειο χιούμορ, μια Ελλάδα ζορισμένη, από όλες τις πλευρές. Με εκνευρίζει η αγιοποίηση του, όπως και αυτή του Χατζιδάκι. Με ενοχλούν ακόμα και τα τετριμμένα θέματα του Τσαρουχικού Σύμπαντος, που με τόσο ευλάβεια κάποιοι αναπαράγουν.Ξανά και ξανά.
Λέξεις και έννοιες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Υπάρχουν τόσα που περιμένουν εκεί έξω. Προς το παρόν, απολαύστε το έργο.

19 Νοε 2008

Η μαγκιά του Γιώργου Μάγγα


Ήρθε στο Σουφλί, το πρώτο χειμωνιάτικο Σάββατο της χρονιάς. Φεγγοβολούσε σαν άστρο διαρκείας .Βγήκε μέσα από κάτι καζάνια γεμάτα τσίπουρο, σαν τον Σινάτρα, μ' ένα φως να τον ακολουθεί μέχρι το πάλκο. Εκεί τον περίμενε η γυναίκα του, αυστηρή και στοργική μαζί, τον κανάκευε από νωρίς για να βγει, είναι ένα "κόλπο" για να φτάσει η αγωνία στο ζενίθ. Πιο πίσω μια υποτυπώδης "μπάντα της λέσχης των μοναχικών τσιγγάνικων καρδιών", δηλαδή τύμπανα, και ένα μεθυσμένο συνθεσάιζερ, καλούσε τον Αρχηγό προς την σκηνή. Μα ο Καλλιτέχνης δεν ανέβαινε στο πάλκο, τι να το κάνει το πάλκο, εδώ ήρθε ολόκληρο Εμ Τι Βι που τον παρακαλούσε ν' ανέβει, κι' αυτός εκεί Βράχος ανάμεσα στο κόσμο. Στον κόσμο Του.
Οι πιο πολλοί θέλουμε να ανεβούμε κάποτε σε μια σκηνή, ορατή ή αόρατη. Άλλοι, πάλι, δεν βγαίνουν από δειλία, κάθονται και 'καταπίνουν" τα τραγούδια που θα έλεγαν, ροκανίζουν τα βιβλία και τα φίλμ που θα είχαν φτιάξει "εάν οι συνθήκες το επέτρεπαν". Πολλοί απ' αυτούς συνήθως καταλήγουν στη γκρίνια, κρίνοντας μονίμως εκ του ασφαλούς, όπως λέει και η διαφήμιση: "αυτοί ξέρουν". Ο Γιώργος Μάγγας δεν ανήκει στους πρώτους, και ,φυσικά, ούτε και στους "γκρινιάρηδες". Η μαγκιά του Μάγγα είναι η χαλαρότητα τού. Δεν βιάζεται ν' ανέβει στη σκηνή, άλλωστε έχει ανέβει άπειρες φορές στο παρελθόν, έχει ψηθεί εκεί πάνω. Κάτω όμως είναι το ζουμί.Και κάτω είναι ο κόσμος. Ο λαός του λαμπερού κλαριντζή, είναι σκοτεινός σαν το Άδη: Οξύθυμοι μεγαλοαγρότες με πληγωμένο εγωισμό, χεβιμεταλλάδες της εύφορης κοιλάδας, γκόμενες ΣΤ κατηγορίας, και μπερδεμένοι κουλτουριάρηδες που πάνε να ζήσουν "κάτι το ορίτζιναλ".Γι' αυτούς παίζει ο Μάγγας, ή μάλλον κουτσοπαίζει, γιατί κυρίως συνομιλεί μαζί τους, ποζάρει γι' αυτούς με σκέρτσα μπροστά στις ψηφιακές και τα κινητά,φλερτάρει με τις γυναίκες, έχει χρόνο να παίξει ακόμα και με τα παιδιά τους. Ξεπερνάει δηλαδή το Κλαρίνο, την ίδια τη Μουσική, και αγγίζει την Ουσία, δηλαδή ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙ.
Ο Γιώργος Μάγγας δεν είναι δεξιοτέχνης, ούτε μουσικός είναι, παρόλο που μιλάνε γι' αυτόν οι σχετικές φυλλάδες. Ο Μάγγας κάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό, ανασύρει όλους εμάς από τα σκοτάδια του εγωισμού μας και από την καλοστημένη μας πόζα, και μας ανεβάζει σ' ένα αόρατο πάλκο, έξω στο φως, όπου όλα διαψεύδονται και όλα φτιάχνονται απ' τη αρχή. Αυτός, απλώς κάθεται από κάτω και παίζει.

13 Νοε 2008

Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ Υποκειμενικά


Βγαίνω βόλτα στην Αλεξανδρούπολη μ' ένα μαυρόασπρο ποδήλατο. Καμιά φορά αγνοείς τα πράγματα που είναι δίπλα σου. Νομίζεις ότι τα σημαντικά βρίσκονται κάπου αλλού, κι' ότι εσύ απλώς ζεις περιμένοντας τα. Η περιφέρεια, όπως και το κέντρο, έχουν αλλάξει πολύ το τελευταίο καιρό. Κάτι καινούργιο ετοιμάζεται. Σε λίγο οι τόποι που ζούμε ,για κάποιους, θα γίνουν αγνώριστοι. Παρατηρώ τους ανθρώπους στα καφέ, αμίλητοι μπροστά σε οθόνες που όσο πάει και μεγαλώνουν. Παρακολουθούν βουβά, τη καταστροφή του ποδοσφαίρου, τη φθορά της πολιτικής. Όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι, ξεσκάνε μοναχικά. Πως να περιγράψεις τη κοινοτοπία, πως να αποδώσεις όλη αυτή τη "καινουργίλα";
Τα απογεύματα, κάθομαι και ζωγραφίζω αυτά που βλέπω και σκέφτομαι, πλαδαρές φιγούρες με γυαλιστερά σορτς μπροστά από καντίνες χρώματος φιστικί.Χρησιμοποιώ επίτηδες ξινά "αντιπαθητικά" χρώματα. Για τις λεπτομέρειες κοιτάζω συχνά τον Van Eyck και τον Peter Brueghel. Ζωγραφίζω μια επαρχία αζωγράφιστη, χωρίς την ανάγκη να αναπολήσω (να αναπολήσω τί;), ούτε όμως και να χλευάσω, όπως θα κανε το οποιοδήποτε συνεπές κωλόπαιδο της εποχής μας. Με τραβάει το γεγονός ότι μέσα σ' ολον αυτόν τον ίλιγγο, κάποιος εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει σε μισοσκότεινες πόρτες, κάποιος χειρονομεί μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, κάποια ξανθιά κυρία άφησε κάτω τις σακούλες της γιατί εντελώς ξαφνικά "λύγισε". Οι άνθρωποι, όπως άλλωστε οτιδήποτε ζωντανό , αντιστέκονται στην υστερία του "τέλειου" και στο "σιδέρωμα" ραγίζοντας και κάνοντας άλλα αντί άλλων. Πολλές φορές λάμπουν γι' αυτές ακριβώς τις "ατέλειες" (αρκεί να μην το πολυκαταλάβουν). Έτσι είναι και η Αλεξανδρούπολη,έτσι είναι και οι περισσότερες πόλεις στην Ελλάδα, σήμερα.Ντύνονται ομοιόμορφα, παριστάνουν τις "Αθηναίες", ενώ, κατά βάθος το "σώμα" τους αντιστέκεται σθεναρά στην ισοπέδωση.

6 Νοε 2008

Πολίτικη Ρουτίνα



Πριν λίγες μέρες βρέθηκα ξανά στη Κωνσταντινούπολη. Είχα σκοπό να βγάλω πολλές φωτογραφίες, να μαζέψω υλικό. Τελικά η ψηφιακή μου φωτογραφική χάλασε απ' τη πρώτη μέρα, και την άφησα τυλιγμένη και "ετοιμοθάνατη" μέσα στη κόκκινη τσάντα, αγκαλιά με ένα μπλε ρουά πουλόβερ. Το μόνο που πρόλαβα να φωτογραφίσω, ήταν ένας σκύλος, από μια γκραβούρα του 19ου αιώνα που βρήκα στο ξενοδοχείο. Έτσι χωρίς ψηφιακή ματιά, χωρίς σκοπό, βρέθηκα να τριγυρίζω, ξανά, στη χαώδη Ιστανμπούλ, με τις άπειρες της γάτες, τους σκύλους-γκραβούρες της, και τις τεράστιες κόκκινες σημαίες της.
Έχω κουραστεί από το μοιρολόι αιώνων για τις "χαμένες πατρίδες". Παρατηρώ τους Έλληνες επισκέπτες της Πόλης, που έρχονται χορτάτοι, οργώνουν τα μαγαζιά με τα δερμάτινα και τα κιλίμια, και τέλος, μια ωραία Κυριακή με ψιλόβροχο, πηγαίνουν στο Πατριαρχείο για να ανάψουν το κερί. Σκέφτομαι όλη αυτή τη κουλτούρα της "νοσταλγίας" για την εποχή που υπήρξαμε διωγμένοι και αξιοπρεπείς , πλούσιοι μες τα κουρέλια μας. Η "νοσταλγία" ξεκίνησε από ανάγκη, και έγινε τελικά, συνήθεια και βίτσιο. Που χάθηκε η μπάλα; Δεν θέλω να ξέρω, και να σας πω την αλήθεια δεν μ' ενδιαφέρει πια. Και δεν το λέω με το αφελές στυλ: "τι καλοί που είναι οι Τούρκοι κλπ κλπ", απλά νομίζω οτί πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τη μιζέρια του υπερβολικού "ΧΘΕΣ" και του υπερβολικού "ΤΩΡΑ". Τα χουμε ξαναπεί αυτά. Το ΤΩΡΑ χωρίς ΧΘΕΣ δεν υπάρχει. Το "τώρα" όμως θα το βιώσουμε πραγματικά, όταν δούμε, επιτέλους, το "χθες" με τα δικά μας μάτια και όχι μόνο μ' αυτά του "σοφού" μπαμπά μας. Είναι πολύ δύσκολο, απαιτείται σύγκρουση.Μόνο έτσι,θα ξαναβρεθεί ο χαμένος κρίκος που συνδέει όλα αυτά.

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες