26 Δεκ 2019

Όλα μες τη γιορτή είναι

Το μεσημέρι κρύο. Ο ουρανός γκρι μολυβί. Η αγορά  ανοιχτή με όλα τα λαμπάκια της αναμμένα. Ακόμα και τα χασάπικα δείχνουν γιορτινά αυτές τις μέρες: οι χασάπηδες είναι γλυκομίλητοι, τα λουκάνικα, κρεμασμένα και κόκκινα όπως είναι, δεν χρειάζονται γιρλάντες, είναι από μόνα τους «γιρλάντες». Αστεράκια αναβοσβήνουν αυτιστικά πάνω απ τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα αυτών που ψωνίζουν και που τρέχουν να τα προλάβουν όλα. Μια τέτοια βόλτα, με συνδέει με τις αντίστοιχες βόλτες που έκανα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τον πατέρα μου, στη Βαρβάκειο και στα Πέριξ. Απ το ’90 μέχρι και όλη τη δεκαετία του 2000. Η Αθήνα άλλαζε, αλλά οι μυρωδιές και οι ήχοι έμεναν σταθεροί. Απ’ τα μοδάτα μαγαζιά έβγαινε ο ήχος εφησυχασμένης τζαζ που σου έφτιαχνε πάντα τη διάθεση. Ξαφνικά εισέβαλαν απ έξω χαρωποί  γύφτοι  με κλαρίνα. Χαρά θεού. Μετά περνώντας τα σιντάδικα της Σοφοκλέους άκουγες όλα τα τελευταία σουξέ. Μπορεί να τα προσπερνούσαμε αδιάφορα τότε, αλλά σίγουρα τώρα παραδεχόμαστε σχεδόν όλοι πως αποτυπώνουν, με τον τρόπο τους, την εποχή εκείνη:
«Δε μ’ ενδιαφέρει αν έχεις όνομα στην πιάτσα/ και δυνατές στη Σοφοκλέους μετοχές/ δε μ’ ενδιαφέρει αν έχεις γυμνασμένα μπράτσα/ και κάρτα Αμέρικαν Εξπρές. Γιατί σού λείπει αυτό που ψάχνω εγώ να βρω/ μα δεν το ’χει όμως κανείς σας/ κι έχω βαρεθεί μαζί σας/ όλοι οι άντρες ίδια φάτσα/ τάζετ’ ουρανούς με τ’ άστρα. /Μα κανείς δεν έχει αυτό που συνέχεια αναζητώ/ Αυτό το κάτι που θέλω/ που θα με κάνει σαν τρελή να σε θέλω».
2000 Θεσσαλονίκη Έναρξη Πύλη Αξιού.Καίτη Γαρμπή Σάκης Ρουβάς
Η βόλτα στην αγορά τελείωσε, επιστρέφω σπίτι μισοζαλισμένος. Επιμένω ν' ανοίγω, απ το πρωί ως το βράδυ, τα λαμπάκια στο δέντρο, που κατά βάθος είναι το πιο ωραίο πράγμα επάνω στο δέντρο και θα μπορούσαν να υπάρχουν και χωρίς αυτό. Περιμένοντας το γιορτινό τραπέζι βάζω ν’ ακούσω τα «Άπαντα» του Elvis, παραδοσιακά πλέον, από την υπέροχη Sun περίοδό του έως τα χρόνια του Vegas και του φυστικοβούτυρου. Συχνά λερώνω, κατά λάθος, τα εξώφυλλα των CD με τα μελομακάρονα.
Το πρωί έχουν προηγηθεί τα κάλαντα απ’ τα λιγοστά πια παιδάκια. Τους ανοίγω πάντα με χαρά. Κι εγώ μικρός τα έλεγα και τρίγωνο είχα κι απ’ όλα. Το έθιμο κρατούσε ακόμα στις πολυκατοικίες και στις αλάνες της δεκαετίας του 80. Όλο λέω  ότι θα γιορτάσω ως «παραδοσιακός άνθρωπος» χωρίς ποτέ να έχω γνωρίσει πραγματικά την Παράδοση: Καραβάκι με λαμπάκια, εκκλησία την παραμονή, παραδοσιακά κάλαντα, ανάγνωση Παπαδιαμάντη, όλα αυτά τα ωραία πράγματα που μοιάζουν σα να έρχονται από άλλη χώρα ή άλλο πλανήτη, και που για την ώρα τα λυμαίνονται οι πιουρίστες, συχνά στο όνομα μιας «καθαρότητας» και χωρίς συναίσθημα. Η «καθαρότητα» όμως δεν αφήνει χώρο στην απόλαυση. Και οι παλιοί μπερδεμένα τα έκαναν και νεωτερισμούς εισήγαγαν κι απ’ όλα. Όλα μες τη γιορτή είναι. Εγώ πάντως κάθε χρόνο βάζω τα Ελληνικά Κάλαντα, τον ιστορικό δίσκο της Δόμνας Σαμίου και τον απολαμβάνω μες το διαμέρισμα. 
R 10697402 1502608393 1842.jpeg
Με τον Αη Βασίλη ήμουν πάντα καχύποπτος. Θυμάμαι εκείνη την πολαροιντ απ’ τα Χριστούγεννα του 1979 προς 1980. Ήταν στο Μινιόν. Ήμουν γύρω στα τέσσερα και  στα ηχεία του πολυκαταστήματος πρέπει να έπαιζε κάτι σαν το «Να με παίρνανε τα σύννεφα» σε ντίσκο εκδοχή με τη Μαρινέλλα. Η φωτογραφία με δείχνει να χτυπιέμαι κατακόκκινος απ’ το κλάμα στα γόνατα ενός ενοχλημένου Αη βασίλη με στραβή, μάλιστα, γενειάδα. Προφανώς ο τύπος θα ήταν υπάλληλος του καταστήματος και θα ήταν κάπως σκασμένος απ’ την κοπιαστική ημέρα και δεν θα είχε και πολλή υπομονή μ’ εμένα. Τώρα τον καταλαβαίνω. Λίγο μετά το Μινιόν κάηκε, εν μέσω εορταστικής περιόδου μάλιστα.
minion17
Όλα άλλαξαν απότομα, ο απηυδισμένος υπάλληλος του Μινιόν που παρίστανε τον Αη Βασίλη μπορεί να ψήφισε ΠΑΣΟΚ, ίσως και να μπήκε στο Δημόσιο και μετά τέρμα η στολή. Ησύχασε. Εγώ βέβαια εξακολούθησα να μην συμπαθώ πολύ τον τύπο με τα κόκκινα και τη γενειάδα.
Προτιμώ τους δικούς μου προσωπικούς «Αγιοβασίληδες».
Το ελληνικό τραγούδι έχει αρκετούς. Πρώτος και καλύτερος και κλασσικότερος ο Σαββόπουλος, τουλάχιστον αυτός έχει βγάλει δισκάρες. Μετά ο Τζίμης Πανούσης, ένας άγιος με το «διάολο» μέσα του. Ο Μανώλης Ρασούλης θα μπορούσε, επίσης,  να είναι ένας παραπονιάρης Έλληνας Άγιος Βασίλης. Ήταν βιβλική φιγούρα ο αγαπημένος τραγουδοποιός. Ένας άλλος, πιο εναλλακτικός, βγαλμένος κι αυτός λες απ’ την Αγία Γραφή, είναι ο Ψαραντώνης, αν και τώρα που το σκέφτομαι ταιριάζει καλύτερα με τον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο. Ο Π.Ε. Δημητριάδης είναι, επίσης, μια πρόταση στις μέρες μας, για το εγγύς μέλλον.
«Πάει ο παλιός ο χροοόνος ας γιορτάσουμε παιδιααα!»
Ακούω τους γιους μου να το τραγουδάνε κι εγώ σκέφτομαι τα παρακάτω.
Ήμουν γελαστό παιδάκι και μάλλον γι’ αυτό το λόγο η δασκάλα με είχε διαλέξει στην Α’ Δημοτικού να κάνω το Νέο Χρόνο με τα Δώρα. Μου χαν φορέσει, μάλιστα,  ένα στέμμα κι ένα πορτοκαλί ύφασμα σαν κάπα. Ένας μουτρωμένος συμμαθητής μου, καλό φιλαράκι, ενσάρκωνε τον Παλιό τον Χρόνο. Εγώ αν υπολογίζω καλά τώρα,  παρίστανα το 1981, χρονιά  μεταξύ άλλων του μεγάλου σεισμού της Αθήνας, της Θύρας 7 και του ερχομού του ΠΑΣΟΚ στην Εξουσία. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Κάποια άλλη πρωτοχρονιά στη Θεσσαλονίκη που είχα πάει με τους γονείς μου είχα δει κάτι πολύ περίεργο, σαν όραμα, κάτι άσχετο με το θέμα ίσως, αλλά που μες στο μυαλό μου, έχει και κάποια σχέση. Μέναμε σ’ ένα ξενοδοχείο και τη βραδιά της παραμονής είδα το Μανώλη Αγγελόπουλο, να περιμένει σοβαρός στη ρεσεψιόν. Φορούσε γούνινο παλτό και είχε μακριά λαδωμένα μαλλιά, ήταν σαν ροκ σταρ, ένας περήφανος βασιλιάς των τσιγγάνων. Προφανώς θα ετοιμαζόταν να τραγουδήσει σε κάποιο κέντρο για το ρεβεγιόν. Εκείνη τη νύχτα, κάποιοι θεσσαλονικείς θα άλλαξαν τη χρονιά με τα «Μαύρα μάτια σου» και το «Αμάν Κουζουμ Αμάν Γιαβρούμ».
A 1022137 1433429177 6370.jpeg
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ήρθε η στιγμή για το γιορτινό τραπέζι. Εκεί κυριαρχεί πάντα η θαλπωρή και η άφεση αμαρτιών, έστω και με τη μορφή ανακωχής για λίγες ώρες. Γενικώς  όλοι προσπαθούν να δείξουν και να φερθούν γιορτινά. Φιλιά, γέλια, δώρα. Εορταστικά προγράμματα με ζεϊμπεκιές στη τιβί,  που κανείς δε βλέπει. Μια άστοχη κουβέντα ή ένα δηλητηριώδες πολιτικό σχόλιο, μπορεί να οδηγήσει τη βραδιά σε ένα μικρό οικογενειακό δράμα, παρόμοιο μ αυτό που εκτυλίσσεται στο Festen  του Vinterberg.  Όλα μες τη γιορτή είναι εξάλλου. Και όλα μπερδεύονται με τη μυρωδιά της γεμιστής γαλοπούλας ή του χοιρινού με τα δαμάσκηνα που ψήνεται, το κόκκινο κρασί και τη φωνή του Bing Crosby και των υπόλοιπων γιορτινών crooners. Φωνές ζεστές, παρηγορητικές, απ’ τα βάθη του χρόνου, σαν να ίπτανται πάνω απ’ τα κεφάλια μας ή να σιγοντάρουν πίσω απ’ τα έπιπλα καθ’ όλη τη διάρκεια του τραπεζιού. Αυτό οφείλεται τις πιο πολλές φορές στην πλούσια δισκοθήκη του θείου μας που ξεσκονίζεται επιμελώς απ’ το πρωί. Τελικά νομίζω στο τέλος της βραδιάς επικρατεί πάντα μια γλυκεία κούραση και η αγάπη. Ακόμα και στην εποχή που έβραζε το αίμα μας, εμείς βαριόμασταν τελικά να βγούμε έξω στο κρύο και να βρούμε τους φίλους μας σε κάποιο ροκ μπαρ με κουτάκια μπύρας. Το γιορτινό τραπέζι είχε, τότε, για μας, κάτι το ζεστό και γλυκό άλλα και ευνουχιστικό μαζί
Την ώρα του γλυκού, όταν η βραδιά έχει προχωρήσει, παίζουν, σαν από μόνες τους πια, σκόρπιες μουσικές. Συγκινούμαι πάντα με την επιβλητική μελωδία του "Hark the Herald Angel Sing", σε όλες του τις εκτελέσεις, μ αρέσει και κει που ο Σαββόπουλος την εντάσσει στο δικό του «Σχόλιο»: «Γύρω στο '48/ πέρασα από κει κι εγώ». Τα Χριστούγεννα είναι παντού, απ’ την Οξφόρδη έως τη Μακρόνησο.
Κάποιοι στο τέλος πια, χυμένοι στους καναπέδες λίγο πριν τη μέθη ή τον ύπνο, αλλάζουν τα κανάλια της τηλεόρασης. Το κουτί, ο χλωμός πρόγονος του Νέτφλιξ, παίζει ανόρεχτα, όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, το ίδιο σήριαλ: όλοι οι αμφιλεγόμενοι ηγέτες της υφηλίου (φέτος ξεχωρίζει πάλι ο Donald Trump) προσποιούνται τους καλούς, μοιράζουν ευχές για ειρήνη και οι γυναίκες τους συμφωνούν κουνώντας το κεφάλι τους. Μετά αρχίζουν οι ανασκοπήσεις, η χρονιά περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μας σαν ταινία του Γαβρά. Και μετά σειρά έχουν οι δικοί μας. Ο Πρόεδρος και οι πολιτικοί αρχηγοί, ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, δείχνουν με τον τρόπο τους γιορτινοί, μοιράζουν ευχές και αισιοδοξία σ’ έναν κόσμο απαλλαγμένο απ την καθημερινή τριβή, σ’ έναν κόσμο δηλαδή που ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ.
Και μετά, όταν οι αντιστάσεις πέφτουν εντελώς, η νύχτα παραδίνεται στη λαϊκοπόπ δήθεν ανεμελιά της ελληνικής τηλεόρασης, που είναι πια τόσο προβλέψιμη και συντηρητική. Εντούτοις εγώ  πάντοτε τη χαζεύω μαζοχιστικά. Δεν με πειράζει ο Βασίλης Καρράς, είναι με τον τρόπο του κι αυτός γιορτινός κι αυθεντικός, αλλά βαθιά μέσα μου έχω την ελπίδα ότι θα ‘ρθει κάποτε το βράδυ εκείνο που ο Π.Ε. Δημητριάδης των πρώην Κόρε. Ύδρο. θα τον παρουσιάζει ως οικοδεσπότης στη δική του χριστουγεννιάτικη εκπομπή.
   *Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me

11 Οκτ 2019

Ένα φωτάκι στη νυχτερινή πολυκατοικία

Θα μπορούσε να είναι άλλη μια καθημερινή ιστορία. Ένα μικρό ενδοοικογενειακό δράμα που επέστρεψε κι αυτό, λόγω φθινοπώρου, και εκτυλίσσεται πια εντός των τεσσάρων τοίχων. Σε μια σκοτεινή κατά τ’ άλλα πολυκατοικία, ένα διαμέρισμα επιμένει να έχει ένα παράθυρό του φωτισμένο. Ξέρετε, αυτό το γαλάζιο φως που βγάζει η τηλεόραση. Απ’ το ίδιο παράθυρο ακούγεται έντονη φασαρία. Ένα αντρόγυνο τσακώνεται μέσα στο διαμέρισμα. Χαλάει ο κόσμος. Ξαφνικά οι φωνές σταματούν. Το γαλάζιο φως της τιβί σβήνει και αμέσως μετά το πορτοκαλί της καύτρας του τσιγάρου και μια γυναικεία σιλουέτα εμφανίζονται έξω στο μπαλκόνι του μέχρι προ ολίγου φασαριόζικου διαμερίσματος. Προφανώς όλα σταμάτησαν απότομα γιατί εκείνος την κοπάνησε ή έπεσε και κοιμήθηκε κι εκείνη έμεινε μόνη της στο μπαλκόνι να καπνίζει. Δεν είχε διάθεση ούτε να σκρολάρει στο κινητό της. Κάθεται βουβή και καπνίζει.
Πολυκατοικία
Όλο το παραπάνω θα μπορούσε να είναι θέμα για ένα νέο τραγούδι. Και δεν εννοώ ένα οποιοδήποτε τραγούδι, σαν κι αυτά που υπάρχουν άφθονα στο προσωπικό playlist της γυναίκας με το τσιγάρο: Εκείνη, μες την ησυχία του μπαλκονιού της, είναι πιο πιθανό να εκτονώνεται με καμιά Nατάσα Μποφίλιου, ή καμιά Πάολα σε μια πιο ακραία περίπτωση. Μια χαρά μέχρι εκεί, και ως ένα βαθμό στις μέρες μας είναι και φυσικό. Με τι θα εκτονώνεται το κορίτσι; Με Κόρε. Υδρο. ή με τον Μεγάλο Ερωτικό;  
Εγώ μιλάω για το φως ενός τραγουδιού που θα μπορούσε να γεννηθεί μέσα από αυτή την ιστορία και να εκφράσει τη βαθιά ανάγκη αυτής της γυναίκας τη συγκεκριμένη στιγμή. Να εντοπίσει αυτά που τα τραγούδια της εκτόνωσης αδυνατούν. Τι ήχο ή τι στίχο θα μπορούσε να εκπέμψει η «βουβαμάρα» της μετά από έναν τόσο έντονο καυγά; Και σίγουρα η «βουβαμάρα» της αυτή, μόνο στείρα δεν θα είναι. Απ’ όλα θα έχει ο μπαχτσές. Στιγμές σκοταδιού κι απόγνωσης: Ο προβληματικός της γάμος και αυτός που δεν την καταλαβαίνει. Στιγμές ρεαλισμού κι απολογισμού: Οι δυσκολίες της καθημερινότητας, «πώς ήμουν και πώς έγινα». Στιγμές κρίσιμων αποφάσεων: «Θα τον παρατήσω». Και τέλος στιγμές οπού η φυγή είναι αναπόφευκτη και μάλιστα σε μέρη «εξωτικά», με ει δυνατόν «εξωτικούς» άνδρες, που σε τίποτα δεν θα θυμίζουν αυτόν εδώ τον αναίσθητο που ροχαλίζει.
Μια ταινία εκτυλίσσεται εντός της με όλα τα πιθανά σενάρια. Έτσι, απ’ το σκοτάδι των τσακωμών της γεννιέται, αυτή τη φθινοπωρινή νύχτα στο μπαλκόνι, η ανάγκη να φωτιστεί αλλιώς η ζωή της. Kάτι δηλαδή καθόλου πεζό, κάτι σχεδόν υπερβατικό. Η συγκεκριμένη γυναίκα, ως άλλη Μαίρη Παναγιωταρά που κουβαλάει καθημερινά το βάρος των πολλαπλών ρόλων της (υπάλληλος, σύζυγος, μητέρα…), έχει πιθανόν ως πιο πολύτιμη στιγμή τη σιωπή στο μπαλκόνι, όταν όλα πια ησυχάζουν. Αυτό το κενό είναι πλούτος για εκείνη. Αυτή η γυναίκα, μια πωλήτρια ή μια απλή νοικοκυρά, αισθάνεται πιο έντονα από έναν «πνευματικό» άνθρωπο την ανάγκη για μια υπέρβαση στη ζωή. Κι ας μη μπορεί να την προσδιορίσει. Βλέπω πολλές σαν κι αυτήν, όλο και συχνότερα πια, έξω απ’ τα κάγκελα σχολείων, να περιμένουν το παιδί τους. Πίσω απ’ το προσωπείο της καθώς πρέπει μάνας, υπάρχει ένα μελαγχολικό ερωτηματικό.
Ο άνθρωπος είναι ζώο ανικανοποίητο που θέλει μονίμως άλλα. Αυτό είναι μια αιώνια μάστιγα, που η επαφή με τις Τέχνες τη μαλακώνει, κάπως.
Εδώ έρχεται το τραγούδι, σαν ένα φωτάκι στη νυχτερινή πολυκατοικία. Με τρόπο φυσικό, χωρίς τυμπανοκρουσίες, μανιφέστα και συνταγές, να γεμίσει το κενό χωρίς να το αγνοήσει, ούτε να το καταπλακώσει. Ένα τραγούδι που έρχεται από μακριά, αλλά που νομίζεις πως γράφτηκε ειδικά για σένα.
Πάνου

Ας πάρουμε το παράδειγμα των τραγουδιών του Άκη Πάνου, που μόλις τώρα, κάπως όψιμα, εξερευνώ.
Το διπλό CD του Τα Μεγάλα Τραγούδια  το παρήγγειλα, κάπως ντροπαλά είναι η αλήθεια, απ’ το Ιντερνέτ. Κατέχει ήδη μια θέση στη λίστα των δίσκων που πρέπει ένα Έλληνας άνδρας γύρω στα 44 να έχει ακούσει.  Δίπλα του έχω αφήσει, επίτηδες,  κενή τη θέση που θα πάρει το Ghosteen, το νέο άλμπουμ του Νick Cave. Διαλέγοντας τυχαία κάποιους τίτλους απ’ τον μεγάλο κατάλογο του Ακη Πάνου («Εγώ καλά σου τα ‘λεγα», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Δεν κλαίω για τώρα», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Άστη να φύγει», «Η πρώτη δύσκολη στιγμή», «Θα κλάψω αύριο»), συμπεραίνω με έκπληξη το εξής: Και μόνον η σκέτη παράθεση των παραπάνω τίτλων με αυτή τη σειρά, βγάζει νόημα, σχηματίζει μια ιστορία.  
Τα τραγούδια του Άκη Πάνου έχουν σενάριο. Φανταστείτε τους στίχους του στα χείλη ηθοποιών του κινηματογράφου και ίσως συμφωνήσετε μαζί μου. Ο ίδιος κατάφερε όσα δεν κατάφεραν πολύ σεναριογράφοι και σκηνοθέτες κινηματογράφου της γενιάς του: Να δώσει ψυχή στους ρόλους του. Ισορροπώντας ανάμεσα στη λαϊκή σοφία και το μελό, φτιάχνει μια κινηματογραφική γλώσσα. Λόγια ντόμπρα, λόγια σταράτα λάμπουν μες τον ήχο των μπουζουκιών (με ολίγον σέβεντις στιβαρό μπάσο) και παίρνουν σχεδόν ροκ χρεία απ’ τη σκληρή τους αλήθεια.
Πάνου Πρόσωπο

Ας δούμε τον «Τρελό»:
Μπορεί να βρει στην τρέλα του
αυτά που 'χει ποθήσει
και που δεν αξιώθηκε
να δει και ν' αποκτήσει
Βρε άσ' τον τρελό στην τρέλα του
άσ' τονε στο όνειρό του
Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε
κι έφτιαξε ένα δικό του.
Όλοι υποφέρουν μέσα τους ή παραμιλάν τσακισμένοι από το βάρος μιας μεγάλης απόφασης, στον φαινομενικά απλό κόσμο του Άκη Πάνου.  Κι όσοι είναι στον κόσμο τους περνιούνται εύκολα για τρελοί. Οι τραγουδιστές νομίζεις ότι επιλέγονται προσεκτικά από τον ίδιον, για τις ανάγκες ενός ρόλου, για το «σενάριο» του τραγουδιού. Κι αυτοί, με τη σειρά τους, συμμετέχουν ψυχή τε και σώματι. Ο Στράτος Διονυσίου, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Βίκυ Μοσχολιού, υποδύονται χαρακτήρες. Φράσεις και καταστάσεις της ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας, όπως ήταν το ‘60 και κυρίως το ‘70. Βέβαια η Ελλάδα έχει αλλάξει από τότε. Το «εγώ καλά σου τα λεγα» δεν προφέρεται πλέον από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, στέλνεται ως σχόλιο με καρδούλα στο Messenger. Αλλά ο πυρήνας των τραγουδιών αυτών αγγίζει το σήμερα περισσότερο ίσως απ’ το «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» της Μποφίλιου, γιατί στην ουσία ιδιοσυγκρασιακά ο Ελλην δεν αλλάζει και έχει τις ίδιες ανάγκες.
Ποτέ δεν μου άρεσε η υπερβολική κατανάλωση τέχνης, πόσο μάλλον όταν όλο αυτό πήγαινε κάτω αμάσητο. Και στην Ελλάδα, ειδικά στην περίπτωση του τραγουδιού, όπου το «πάθος» περισσεύει, αυτό είναι πολύ συχνό φαινόμενο και έχει πολλές και διαφορετικής φύσεως «απώλειες». Δείτε πόσοι πληγωμένοι εγωισμοί και πόσοι τόνοι γκρίνιας έχουν εκκολαφθεί στις αδούλευτες ψυχές αυτών που έχουν «καταπιεί» όλο τον Καζαντζίδη. Δείτε τι άθλια μικροαστικά παλατάκια έχτισαν οι στίχοι «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες/ η δουλειά κάνει τους άντρες/ το γιαπί το πηλοφόρι το μυστρί», για να σταθούμε στις πιο γραφικές περιπτώσεις.
Ωστόσο ακόμα και μέσα σε αυτές τις πολυκατοικίες, μέσα σ’ αυτήν την αθλιότητα της σύγχρονης ζωής, ιδίως μέσα σ’ αυτήν, υπάρχουν άνθρωποι όπως η γυναίκα που ανέφερα στην παραπάνω ιστορία, που αφήνουν ανοιχτό ένα φωτάκι. Ένα ανοιχτό ενδεχόμενο δηλαδή να παρασυρθούν, έστω και την ύστατη στιγμή, από ένα τραγούδι που ούτε καν το είχαν φανταστεί.  Ένα τραγούδι που μπορεί να εκφράζει όσα νιώθουν κι όσα δεν μπορούν και δεν χρειάζεται να προσδιορίσουν.

  *Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me

Hopper
Edward Hopper, “Night Windows”, 1928.

26 Ιουν 2019

Στην πέτρινη πόλη

Έξι το πρωί. Ο ήλιος βγαίνει απ’ τα Πιέρια όρη. Είναι πια Ιούνιος και την πορεία του δεν τη διακόπτουν τόσο συχνά τα σύννεφα. Φωτίζει αργά, σταδιακά, τα χωριά στους πρόποδες, την κοιλάδα του Αλιάκμονα στα νότια, την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου. Μετά περνάει τη γέφυρα και φτάνει στην Κοζάνη. Κάτω απ’ τα κεραμίδια αποκαλύπτονται άσχημα κτίρια. Φυτρώνουν σε κάθε λόφο. Οι δεκοχτούρες της πόλης αρχίζουν να γουργουρίζουν κάτω απ’ τα γείσα στις σκεπές.
Επτά το πρωί. Το πρωινό πλάγιο φως πέφτει στα πρόσωπα των καθαριστριών του Δήμου με τα κίτρινα γιλέκα. Καπνίζουν και φλυαρούν πριν αρχίσουν τη δουλειά. Τη φλυαρία τους διακόπτει ένα κινητό, που χτυπάει με τον ήχο κάποιου σουξέ του Κωνσταντίνου Αργυρού. Κι όλα αυτά στο Ρολόι, έξω απ τη Μητρόπολη του Αγίου Νικολάου. Σε λίγη ώρα θ’ αρχίσει ο όρθρος. Ψαλμωδίες και Κωνσταντίνος Αργυρός θα ανακατευθούν γλυκά φτιάχνοντας νέο ήχο, ένα βυζαντινο-λαϊκοπόπ χαρμάνι. Με τέτοιο όνομα πάντως, σε άλλες εποχές, ο δημοφιλής τραγουδιστής θα μπορούσε να είναι και βυζαντινός αυτοκράτορας: Kωνσταντίνος Α’ ο Αργυρός. Μες την εκκλησία μια  γυναίκα μαντηλοφορεμένη, που δεν μοιάζει όμως με τις γνωστές στρατευμένες θεούσες μα πιο πολύ με φιγούρα βγαλμένη απ την Καινή Διαθήκη, σκύβει και προσεύχεται. Όλοι κάνουν το σταυρό τους. Και οι καθαρίστριες.
1
Οκτώ παρά κάτι. Η φουρνάρισσα τακτοποιεί τα ζεστά κιχιά, με αργές κινήσεις, σα να μη βιάζεται αυτή τη φορά. Τα κιχιά μες τα μαύρα ταψιά έχουν σχήμα κοχλία. Πιο  δίπλα, κανονικά, θα έπρεπε να έχει κρεατόπιτα. Σήμερα όμως το ταψί είναι άδειο. Την ίδια στιγμή απ’ το ραδιόφωνο που αναμεταδίδει γνωστό αθηναϊκό σταθμό, ο Δημήτρης Καμπουράκης με τη σιγουριά της παλιάς καραβάνας πλέον, μας καλημερίζει δημοσιογραφικά, δηλαδή δυο φορές. Από πίσω στο ηχητικό χαλί ένα τραγούδι με τη Νατάσσα Θεοδωρίδου πασχίζει ν’ ακουστεί. Η ένρινη φωνή της καταφέρνει και δυναμώνει μόνο στις παύσεις του Καμπουράκη. «Δεν έχει κρεατόπιτα σήμερα;» ρωτάω. «Σήμερα είναι η τελευταία μας μέρα» μου απαντάει η φουρνάρισσα σοβαρά. «Αύριο το μαγαζί κλείνει». Την επόμενη μέρα στην πόρτα του φούρνου, εκεί που σήμερα ο κόσμος ακόμα μπαινοβγαίνει, θα υπάρχει κολλημένη με σελοτέιπ μια ανακοίνωση.
6
Η μέρα προχωράει. Όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν κατακόρυφα, τα γυράδικα αρχίζουν να δουλεύουν. Οι μαθητές σχολάνε απ’ τις Πανελλήνιες. Φούτερ με κουκούλες, φροντισμένες κομμώσεις. Οι ορμόνες χτυπάνε κόκκινο. Οι διαφορετικές «φυλές» τρώνε βιαστικά σάντουιτς με γύρο. Η μουστάρδα και το κέτσαπ λερώνουν τα τραπεζάκια από λευκή μελαμίνη. Μιλάνε φωναχτά. «Εθνίκια» και οπαδοί της λαικοτράπ διαπληκτίζονται. «Η Κοζάνη είναι πολύ λίγη για μένα, σε λέω».
Και ξαφνικά ο ήλιος κρύβεται. Μπουμπουνίζει και μετά φυσάει. Τα τοπικά δίκτυα μιλούν για ολιγόλεπτες χαλαζοπτώσεις σε κοντινές περιοχές. Ο λόφος πάνω απ’ τη Νομαρχία και τα Δικαστήρια, η περιοχή «Αγιάννας της Σκ’ρκας κάτω απ’ το χαμηλό Αηλιά», όπως την αποκαλούν εδώ, σκοτεινιάζει. Και μετά η μπόρα. Δικηγόροι  και νομαρχιακοί υπάλληλοι τρέχουν να προφυλαχτούν. Ο Κοζανίτης Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, ο μετριοπαθής παλιός πολιτικός με τη βραχνή φωνή, περιγράφει στο βιβλίο του Η Πέτρινη Πόλη τον λόφο αυτό, στα χρόνια του, σαν μια περιοχή παγωμένη το χειμώνα, «χωρίς καθόλου πράσινο». Πράσινο έβλεπες «μόνο στις αυλές των σπιτιών, σε τενεκέδες και σε γλάστρες». Μα και στις γύρω περιοχές, όλα τα εδάφη, τα τόσο πλούσια σε ορυκτό πλούτο, είναι άγονα. Μόνο οι μεγάλες μονάδες παραγωγής ρεύματος της ΔΕΗ με τα φουγάρα τους, σπάνε κάπως τη μονοτονία του τοπίου. «Πέτρινη και σκληρή πόλη τη μέρα», συνεχίζει ο Μ.Π., «γλύκαινε με το ηλιοβασίλεμα».
65053667 2333913673488484 7021351933512253440 n
Το απόγευμα ο ήλιος φωτίζει πάλι πλάγια, απ την άλλη μεριά όμως. Οι σκιές μακραίνουν. Όλα γίνονται λίγο πιο ενδιαφέροντα. Στην πιάτσα των ταξί μια σκιά διαφορετική. Μια όμορφη νευρώδης σαραντάρα με γαλανό βλέμμα,  η μοναδική γυναίκα οδηγός ταξί «χορεύει στο ταψί» τους αρσενικούς συναδέλφους της. Εκείνοι γελάνε, μπαινοβγαίνουν στο πρακτορείο του ΟΠΑΠ δήθεν θιγμένοι για να παίξουν Στοίχημα», πίνουν ώρες ατελείωτες χλιαρό καφέ. Συζητούν για την Παοκάρα, για το Βασίλη Καρρά που τα «έσπασε» το περασμένο Σάββατο στο «Kύκλον by Κοσμοκίνηση». Τους κάνω «εικόνα» όλους αυτούς, θορυβώδης ανδροπαρέα, να φοράνε τα «σαββατιάτικά» τους, να στριμώχνονται σε εμπριμέ καναπέδες ανάμεσα σε λέιζερ κι εξωγήινες σερβιτόρες, σ’ ένα κλαμπ σα διαστημόπλοιο, για να δούνε τον Άρχοντα της Πίστας. Και το επόμενο πρωί, η ωραία ταξιτζού να τους ξανά-χορεύει στο ταψί.
4
Στον απέναντι παράλληλο δρόμο, κατεβαίνει πεζός ο μικρός Ραφαήλ. Ρουφάει τη μύτη του κι αδιαφορεί για τους φασαριόζους ταξιτζήδες. Κουβαλάει μια μαύρη θήκη. Έχει μέσα ένα κόρνο. Πάει στην Πανδώρα, τη Φιλαρμονική της πόλης. Ανήκει στη μπαντίνα, στο μουσικό τμήμα όπου διδάσκεται και εκτελεί χαμηλού βαθμού δυσκολίας κομμάτια. Η ίδρυση της Πανδώρας χρονολογείται απ το 1902. Συνδέθηκε η λειτουργία της με τον μακεδονικό αγώνα. Λένε πως ο ίδιος ο Παύλος Μελάς, όταν βρέθηκε στην Κοζάνη, φόρεσε τη στολή μουσικού της Πανδώρας για να περάσει απαρατήρητος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, η Πανδώρα παιάνιζε στους δρόμους της Κοζάνης, τονώνοντας  το ηθικό των κάτοικων. Ο πρώτος αρχιμουσικός στην ιστορία της ήταν Ιταλός κι ο δεύτερος Τούρκος, ο Χασάν Εφέντης. Τώρα οι σπουδαστές της Φιλαρμονικής βιάζονται να τελειώσουν για να πάνε βόλτα στην πλατεία. Το ίδιο κι ο Ραφαήλ. Πρέπει μέχρι την επόμενη Αποκριά να μάθει καλά τον πιο γνωστό κοζανίτικο σκοπό, «Το Έντεκα». Ο σκοπός ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν το ενδέκατο τραγούδι στο βιβλίο με τις παρτιτούρες της Πανδώρας. Έλεγε δηλαδή ο μαέστρος «Πάμε το έντεκα» κι έτσι έμεινε. Ο Ραφαήλ όμως δεν βιάζεται να το μάθει…
Όταν οι ήλιος γίνει ροζ για τα καλά, κατά τις οκτώμισι, οι μουσικές στην πόλη ξεχειλίζουν. Στο μπαλκόνι που κάθομαι έρχονται ήχοι από χάλκινα, πιθανόν απ’ την Πανδώρα. Μια κάποια βαλκανικότης γεμίζει το αεράκι. Λίγο πιο πάνω η χορωδία απ’ το ΚΑΠΗ. Ωραίες φωνές, ιδίως αν σκεφτείς ότι προέρχονται από ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας, που ίσως ασφυκτιούν σε κάποιο διαμέρισμα. Λίγο πιο κάτω ο ντιτζέι μιας μπυραρίας παίζει ένα τραγούδι των Ξύλινων Σπαθιών. Μ' έναν περίεργο τρόπο τα παραπάνω δένουν μεταξύ τους, όλα εντάσσονται σ’ ένα ενιαίο τοπίο, στο μυαλό μου τουλάχιστον.
Βραδιάζει.
Σε λίγο θα κατηφορίσω. Περνάω μπροστά από ένα καφενείο. Γέροι τσακώνονται. Παραπολιτικά και θεωρίες συνομωσίας στο φουλ. Ένας μεθυσμένος με μπύρες από ένα τραπεζάκι βρίζει έναν ορθιο άνδρα, μάλλον αλβανικής καταγωγής εάν κρίνω από ένα ρο του που σέρνεται. Εκείνος δεν φεύγει, απαιτεί να του ζητήσει συγνώμη. Ο μαγαζάτορας ένα ασπρομάλλικο ανθρωπάκι τον συγκρατεί και του λέει να φύγει, φοβισμένα όμως. Δεν θέλει να έχει μπλεξίματα. Ο μεθυσμένος ελληναράς σε θέση ισχύος λέει κάτι για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο Αλβανός με τα πολλά χάνεται στο σκοτάδι βρίζοντας. Σκυλιά γαυγίζουν. Στο μυαλό μου καρφώνεται αυτό το εκνευριστικό mantra με τον ιερέα σε έκσταση.
Δέκα παρά το βράδυ. Καταλήγω επιτέλους στο στέκι μου. Οικογενειακή επιχείρηση κι ατμόσφαιρα. Τέντα με χρωματιστά λαμπάκια. Ο κόσμος κάθεται μέσα γιατί έχει πιάσει ψύχρα. Βγαίνουν έξω μόνο όταν είναι να κάνουν τσιγάρο. Ο αντικαπνιστικός νόμος εφαρμόζεται παντού στην πόλη. Ακόμα στο τελευταίο καφενείο όπου παίζουν τάβλι ή χαρτιά, οι γέροι αφήνουν στη μέση την παρτίδα και βγαίνουν έξω να καπνίσουν βλαστημώντας τη Δημοτική Αρχή. Εδώ όμως κυριαρχεί η θαλπωρή. Μια αυτοσχέδια κομπανία παίζει καλούτσικα Τσιτσάνη.
Λύνομαι «μ’ έναν κρυφό αναστεναγμό». Η ημέρα μου στην πέτρινη πόλη έχει τελειώσει.

*Ο τίτλος του κειμένου είναι από το βιβλίο του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου Η Πέτρινη Πόλη (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1995).
 *Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me 
 

12 Απρ 2019

To χαμόγελο της Μαζόχα

«Tην ημέρα τα κρύβεις τα ελαττώματα σου, ενώ τη νύχτα ξεβρακώνεσαι».

Όσοι ταξιδεύουν συχνά με ΚΤΕΛ νομίζω θα με καταλάβουν: Αθήνα-Κοζάνη. Μια ξεχωριστή εμπειρία, μια δοκιμασία. Στην αρχή λες, θα το δω σα να παίζω σε ταινία, αλλά δεν σου βγαίνει, μετά λες θα διαβάσω κάτι, μετά αρχίζει και σ’ ενοχλεί το κάθισμα, αργότερα σου τη δίνει η φωνή της φοιτήτριας από πίσω που δε σταματάει να μιλάει στο κινητό, αναλύοντας με εκνευριστική λεπτομέρεια το αθηναϊκό της Σαββατόβραδο. Καταλήγεις να χαζεύεις την Εθνική Οδό με τις ταμπέλες, τις πικροδάφνες και τα σκουπίδια στην άκρη. Αν δεν έχεις ακουστικά, όλο αυτό επενδύεται μουσικά με τις φωνές των μακαριτών Παντελίδη και Μητροπάνου. Στην αρχή είναι ενδιαφέρον, προσέχεις τις ωραίες ερμηνείες, μετά όμως όσο αυτό συνεχίζει ασταμάτητα, δεν το υποφέρεις.
56312140 1528752190590693 746842315389140992 n
Βράδιαζε. Πρώτη στάση στη μέση του πουθενά. Εστιατόριο-καφετέρια Η ΝΕΑ ΡΟΥΜΕΛΗ, λίγο έξω απ’ τη Λαμία. Κοίταξα το playlist στο τζουκμπόξ (!) του μαγαζιού. «Χρυσές» επιτυχίες της ελληνικής δισκογραφίας των δεκαετιών του ’70 και ‘80. Η ατμόσφαιρα των ΚΤΕΛ όριζε κι εδώ το ηχητικό χαλί του ταξιδιού, ακόμα κι εκτός του λεωφορείου. Νόμιζες πως αν έριχνες ένα κέρμα, θα πετάγονταν ξαφνικά από διάφορες γωνίες δαλιανίδειοι χορευτές με παντελόνι καμπάνα. Ακόμα και τα φαγητά που πωλούνταν στα ταψιά ταίριαζαν στην όλη ατμόσφαιρα. Παρόλο που πεινούσα, το να ενέδιδα σ΄ αυτό το αρνάκι φρικασέ θα ήταν σκέτη τρέλα. Πήρα τον εσπρέσο μου και βγήκα έξω.
Και ξαφνικά την είδα εκεί, να περιμένει όρθια να μπει στο λεωφορείο. Την αναγνώρισα από μια αφίσα που είχα δει στην Κοζάνη. Ήταν η λαϊκή τραγουδίστρια Καίτη Τσιμπέρη-Μαζόχα. Το ταξίδι μου αποκτούσε πλέον άλλο νόημα. Τέρμα ο μαζοχισμός και οι αφηρημένες σκέψεις που έκανα κοιτάζοντας τις αδιάφορες πικροδάφνες της Εθνικής. Συνταξίδευα με την ίδια τη Μαζόχα, την αυθεντική. Είχα βρει πλέον το «θέμα» μου. Και δεν θα το άφηνα να μου ξεφύγει.
mazoxa

Την παρατήρησα. Ήταν αρχόντισσα. Έμοιαζε σαν μια λαϊκή Λωξάντρα διακτινισμένη σ ένα πιο προσγειωμένο και ταπεινό σήμερα, προορισμένη να κινείται μέσα σε μια πιο πεζή πραγματικότητα. Εξέπεμπε όμως μια αξιοπρέπεια. Όχι το πρόσκαιρο σταριλίκι που έχουν όλες οι τωρινές τραγουδίστριες, αλλά κάτι το βαθειά γήινο, κάτι που έχει με κόπο κτιστεί, μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια, σε κάθε νυχτερινή της εμφάνιση, σε κάθε λαϊκό κέντρο. Κάτι έλεγε σε κάποιον για μια ματαιωμένη εμφάνιση της στην Αθήνα. Λίγες μέρες αργότερα, έμαθα πως είχε κατέβει για ένα γύρισμα στο τηλεοπτικό «Στην Υγειά μας», που όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ εξαιτίας του ξαφνικού θανάτου του σκηνοθέτη της εκπομπής.
Μπαίνοντας ξανά στο λεωφορείο της χαμογέλασα, μου χαμογέλασε κι αυτή. Δεν είπαμε τίποτε άλλο, προχώρησα στο κάθισμά μου για τη συνέχεια του ταξιδιού. Ένοιωσα ότι κάτι άρχιζε από κείνη τη στιγμή. Θα πήγαινα να την ακούσω στο μαγαζί που παίζει στην Κοζάνη. Και θα της μιλούσα.
Πήγα τελικά μ’ ένα φίλο μου μετά από λίγα βράδια. Πρώτος όροφος, παρ’ ολ’ αυτά είχα την αίσθηση ότι κατέβαινα σε υπόγειο. Αποκάτω ήταν ένα γυράδικο. Χαμηλό ταβάνι, άσπρο πλακάκι στο πάτωμα, λίγα φωτορυθμικά αναβόσβηναν μες το γενικό ημίφως, μπαρ με τσιμεντένια τούβλα βαμμένα ανθρακί, στα τραπέζια φιάλες ουίσκι περίμεναν τους πελάτες. Ήταν η Ημέρα της Γυναίκας. Ένας σύλλογος μεσήλικων γυναικών είχε κάτσει ήδη σ’ ένα τραπέζι και γιόρταζε το γεγονός. Μια σερβιτόρα με ροζ καρέ περούκα (βρισκόμασταν πια στο αποκορύφωμα της Αποκριάς) εξυπηρετούσε τους πρώτους πελάτες.
56456089 271746427098462 7646760800295583744 n
Το «θέμα» μου στέκονταν ήδη στο ανθρακί μπαρ και μιλούσε με κάποιον που έμοιαζε με τραβεστί, δεν μπορούσα να διακρίνω εάν ήταν αληθινός ή μασκαρεμένος, γιατί ήμουν κάπως σε απόσταση κι όπως είπαμε ήταν περίοδος καρναβαλιού. Περίμενα να τελειώσει την κουβέντα της με τη μυστηριώδη φιγούρα. Την πλησίασα. Συνήθως οι λαϊκοί άνθρωποι στην αρχή είναι κάπως καχύποπτοι μ’ αυτούς που δεν τους μοιάζουν. Εδώ δεν συνέβη αυτό, αντιθέτως με αναγνώρισε αμέσως και μας υποδέχτηκε σα να μας ήξερε χρόνια. Της είπα για το περιστατικό με το χαμόγελο στο ΚΤΕΛ: «Μα σκέφτηκα κι εγώ τότε ότι αυτός εδώ θέλει να μου μιλήσει, γιατί δεν μου μίλησες;», με μάλωσε τρυφερά. Μας έβαλε να κάτσουμε σε δυο μπροστινά σκαμπό στο μπαρ, σαν να είμαστε οι επίσημοι προσκεκλημένοι της.
Λίγο πιο κει μια νεαρή κοπέλα (κατάλαβα ότι ήταν η τραγουδίστρια που έβγαινε στην αρχή), εξαιρετικά όμορφη, σκότωνε την ώρα της. Περίμενε να γεμίσει το μαγαζί σκαλίζοντας το κινητό της, ανεβάζοντας ίσως άλλη μια «ιστορία» στο Insta. Με το ελεύθερό της χέρι χάιδευε ένα ξυρισμένο κρανίο, που ανήκε σε κάποιον απ τους πολύ προσωπικούς της θαυμαστές. Με το ελεύθερό της βλέμμα μοίραζε σκέρτσα στους υπόλοιπους. Έτσι είναι πια τα λαϊκά κορίτσια του πάλκου, υπερβολικά τατουάζ, διαρκής χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και το τραγούδι ως ακόμη ένα επάγγελμα. Στο απέναντι τραπέζι, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι, ο Λαυρέντης ο μπουζουξής. Φορούσε μια μαύρη μπαντάνα στο κεφάλι, κρεμ κουστούμι κι ένα πέτσινο σταυρουδάκι στο λαιμό. Με χαιρέτησε δια χειραψίας και η παλάμη του ήταν τραχιά σαν γυαλόχαρτο. Μάγκας, μετανάστης απ τη Γερμανία, συνοδοιπόρος της Μαζόχα στα μαγαζιά της ευρύτερης περιοχής για πάνω από 30 χρόνια. «Έπρεπε να χαμε φύγει τότε, αλλά δεν το κάναμε». Κάποιος από δίπλα, με πιο clean φυσιογνωμία, του έδειχνε κάτι μηχανάκια στο κινητό. Ήταν ο «μαέστρος» που έπαιζε συνθεσάιζερ, με κοτσίδα κι αμάνικο μπουφάν που δεν το έβγαλε καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Μ’ αυτόν δε μίλησα.

54358707 2460226564208861 1751840413267787776 n

Το πρόγραμμα άρχισε. Δεν ξέρω εάν η έκσταση στων μπουζουξίδικων το γκέτο ακόμα λειτουργεί, όπως τραγουδούσε πριν 40 χρόνια ο Σαββόπουλος. Τώρα πια δεν σπάνε πιάτα, ρίχνουν χαρτοπετσέτες. Αλλά σίγουρα σε τέτοια μαγαζιά συχνά περνάς καλύτερα απ’ ότι σε άλλα που σου σερβίρουν «προβληματισμένο» τραγούδι. Το λαϊκό πάλκο έχει μπαταρίες, το λαϊκό πάλκο γιατρεύει, κι ό,τι σκοτούρες κι αν έχεις τις ξεχνάς. Καταρχήν δε σου λείπει τίποτα: Η παρουσία της νεαρής τραγουδίστριας θα σου μεταδώσει κύματα κεφιού, ομορφιάς κι εξωτισμού - τι κι αν αυτή έρχεται απ την Πτολεμαΐδα; Η ραγισμένη ερμηνεία του Λαυρέντη, όπως π.χ. στο «Φίλα με απόψε» του Τάκη Μουσαφίρη θα σε κάνει να ταυτιστείς μαζί του και να πορευτείτε παρέα στο δρόμο τον πονεμένο. Και μετά όλο και κάποιος θαμώνας θα τύχει να χορέψει ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο με πόνο αληθινό - όχι σαν αυτά τα ψευτοκουτσαβάκικα μπαλετάκια που χορεύουν διάφοροι ηθοποιοί στη τιβι. Στο τέλος θα έρθει η στιβαρή παρουσία της Μαζόχα με τη δυνατή φωνή της, που θα σου χαρίσει αξιομνημόνευτες ερμηνείες σε κλασικά λαϊκά standards. Κι όλα αυτά σε μια «κινηματογραφική» ατμόσφαιρα, μες το ημίφως. Τι άλλο να θέλει κανείς;

56340187 1337754509725078 2876064372331905024 n

«Εμένα όταν ξεκινούσα μ’ άρεζε ο Tom Jones» μου λέει η Καίτη Τσιμπέρη-Μαζόχα κάποιες βδομάδες μετά την επίσκεψη μου στο νυχτερινό κέντρο, όταν μετά από κόπο καταφέραμε να της κλείσουμε ραντεβού σ’ ένα καφέ της Κοζάνης. Εκείνη όρισε ημερομηνία, ώρα και τοποθεσία φυσικά, για να μας πει λίγα πράγματα για τη ζωή της. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησα ήταν αν όταν ξεκινούσε την καριέρα της ως τραγουδίστρια είχε κάποιο πρότυπο που ήθελε να μιμηθεί. «Όχι, δεν μου αρέσει να μιμούμαι», απάντησε κοφτά. Και πραγματικά όταν άρχισε το πρόγραμμά της στο μαγαζί με το τραγούδι της Μαρινέλλας «Ποτέ να μη χαθείς απ τη ζωή μου» (1979), αισθάνθηκα πως πέρα απ’ την ευθύτητα της φωνής της, υπήρχε και αντίστοιχη ευθύτητα στον τρόπο που σχημάτιζε τις λέξεις. Σα να έβγαινε από εκείνην το κομμάτι, σα μην το είχε πει καμία άλλη πιο πριν. Τραγουδούσε καθιστή (πράγμα πολύ δύσκολο τεχνικά, μιας και το διάφραγμα περιορίζεται σ’ αυτή τη στάση), παρ’ ολ’ αυτα όμως κατάφερνε να καθηλώνει κάθε αδέσποτο της νύχτας. «Σηκώνομαι μόνο όταν πρέπει, για να φτιάξω τον κόσμο». Τα έκανε όλα χωρίς να χρειάζεται καν να κουνηθεί απ το καρεκλάκι της. Έφτιαχνε μόνη της τον ήχο, σε μια μικρή κονσόλα ακριβώς από πίσω της. Δίπλα στο τραπεζάκι, τοποθετημένα νοικοκυρίσια το ποτήρι και τα τσιγάρα της κι απέναντι, στο ύψος των ματιών της, ένα αναλόγιο, που τόνιζε ακόμη πιο πολύ την αρχετυπική της παρουσία. «Έχω τρία ντοσιέ τέτοια και άλλα τόσα τραγούδια που τα έχω μες το μυαλό μου».
56649232 411873359615741 2029421525383249920 n
H Καίτη Τσιμπέρη-Μαζόχα γεννήθηκε στη Δράμα. Ο πατέρας της ήρθε 9 χρονών απ’ την Προύσα της Μικράς Ασίας, επαγγελματίας μουσικός, τραγουδούσε κι έπαιζε ούτι. Η μητέρα της είχε ρίζες απ’ την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Ο αδερφός της επαγγελματίας βιολιστής. Ήταν μια μουσική οικογένεια. Όταν η ίδια ήταν κοριτσάκι, στο σπίτι έρχονταν κι άλλοι μουσικοί και στηνόταν πολύ συχνά γλέντι κανονικό. Ο πατέρας της της έδινε χώρο, εκείνης της άρεσε να τραγουδάει το σουξέ της Φωτεινής Μαυράκη, τραγουδίστριας της εποχής, «Ή εμένα ή την άλλη». Αλλά πιο πολύ της άρεσε να κρατάει το ρυθμό χτυπώντας τα χέρια στο τραπέζι. «Κρατούσα τα τέμπα, με το μέτρο γεννήθηκα». Επίσης πολύ συχνά μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού έπαιρνε πόζες Βουγιουκλάκη, στοιχείο που προμήνυε, ίσως, την πρόσφατη ενασχόλησή της με το θέατρο.
Στα 18 της βρέθηκε στην Ελβετία, όπου έμενε η αρραβωνιασμένη αδερφή της. Μπήκε σε νοσοκομείο ως βοηθός νοσοκόμας. Τότε όμως της έτυχε κάτι πολύ προσωπικό και αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ελλάδα. «Όλα γραμμένα φαίνεται πως είναι». Έπρεπε να βγει στο τραγούδι, δεν μπορούσε αλλιώς να συντηρηθεί. «Πήγα και βρήκα μια γνωστή μου τραγουδίστρια και της είπα πως θέλω να ξεκινήσω νύχτα». Ξεκίνησε το 1975 σ’ ένα χωριό κοντά στη Σκύδρα. Σκυλάδικο. «Επειδή τα σκυλιά δεν φταίνε σε τίποτα, είναι τόσο καλά, εγώ τα λέω “μπουζουκάδικα”».
Και τι δεν είδε εκεί μέσα. Έρεβος. Εκείνη νόμιζε ότι θα ξεκινούσε απλώς, θα έπαιρνε το μικρόφωνο και θα τραγουδούσε. Όταν όμως ήρθε ο σερβιτόρος και της είπε να πάρει ποτά και να πάει να κάτσει σ’ αυτούς εκεί πέρα, εκείνη σκέφτηκε «Τι ζω η γυναίκα!». Το πρώτο βράδυ, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Πώς βρέθηκε απ την Ελβετία σ’ ένα σκυλάδικο στη Σκύδρα; Ήταν 19 χρονών. Δεν μπορούσαν να την κρατήσουν. «Από την πρώτη μέρα έδειξα ποια είμαι». Μαζί με μια χορεύτρια απ’ την Αίγυπτο μετακόμισε σε άλλο μαγαζί στη Λευκόβρυση Κοζάνης. Το έλεγαν «Βιετνάμ». Ιστορικό μαγαζί. Απ’ τις πολλές φασαρίες ονομάστηκε έτσι. Λένε πως από κει πήρε την ιδέα ο Βούλγαρης για την περίφημη σκηνή με το «Ηλία ρίχτο!», όπου από πίσω παίζει το τραγούδι της Μαίρης Μαράντη «Θα πάρω φόρα».
Εκεί ήταν χειρότερα. Όταν σούρωναν οι κοπέλες, οι κονσοματρίς γυρνούσαν τα ποτήρια ανάποδα, τα σπάγανε και μετά χαρακώνονταν. To σίγουρο είναι πως δεν έπιναν γάλα. Η ίδια όμως η Μαζόχα είχε ισχυρό ένστικτο επιβίωσης. Γλύτωσε τα χειρότερα. Δυο φορές της παρήγγειλαν να παίξει το «Σταυραετό» και, σα να προαισθάνονταν το κακό που θα επακολουθούσε, πήγε πίσω-πίσω και κατέβηκε αθόρυβα από κάτι πλαϊνά σκαλάκια που είχε το πάλκο. Έγινε σφαγή. Ήρθε η Ασφάλεια. «Από τότε δεν λέω ποτέ “παραγγελίες”. Λέω μόνο “επιθυμίες” ή “αφιερώσεις”».
Η περιπλάνησή της στα κέντρα της μακεδονικής υπαίθρου δεν είχε τέλος: “Lucy” στην Καστοριά, “Αrigato”, ”L’ Amore”, «Αδυναμία», “Copa Cabana” και αργότερα στο ξακουστό "Bora Bora". Στα 70’s ήταν ντισκοτέκ, μαγαζί λουξ, όπως η «Φαντασία» των Αθηνών, με φαγητό και τέτοια. «Δεν υπήρχε τέτοιο οίκημα σ’ όλη την Ελλάδα». Περνούσαν από κει όλα τα μεγάλα ονόματα της νύχτας. Για κάποιες μέρες η Μαζόχα τραγούδησε και με το Ζαμπέτα. «Μωρή Μπουμπου!», την πείραζε. Γνώρισε και το Μενιδιάτη: «Πολύ ωραίος, μάγκας παλιός, άρχοντας. Του έλεγα σ’ εσένα έπρεπε να δοθεί ο τίτλος του Σερ». Ξεκίνησε φουλ πρόγραμμα με τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Την άκουσε κι ενθουσιάστηκε. Της πρότεινε να κατέβει Αθήνα. Το ίδιο και η Βιτάλη αργότερα. Αρνήθηκε. Η Αθήνα ήταν χάος. «Μου έλειπε η αυτοπεποίθηση, δεν μου άρεζαν οι δημόσιες σχέσεις, αλλά είχα επαναπαυτεί κιόλας, περνούσα καλά». Μετά έπαιξε για χρόνια στο «Πιατάδικο».


Και φτάνουμε στο σήμερα. Η Καίτη Μαζόχα, μια ήρεμη δύναμη, στα εξηντατόσο της πλέον έχει επιβάλλει τους όρους της στη νύχτα. Το κοινό της Κοζάνης την αγαπάει γι αυτό που είναι, για τη φωνή της, για το ήθος της. Διατηρεί μια σχεδόν οικογενειακή σχέση μαζί του. Στο πρόγραμμα που είδα τις προάλλες, νεαροί με μια εμφάνιση η οποία παραπέμπει σε άλλα είδη μουσικής, ο σύλλογος γυναικών, ταλαιπωρημένοι άντρες μ’ ένα σκοτάδι στο βλέμμα και κάποιοι άλλοι καλοζωισμένοι με τις κοιλίτσες τους και τις φαλάκρες τους, βρίσκουν παρηγοριά σαν διψασμένα για αγάπη παιδάκια, στη ζεστή της, μητρική παρουσία. Καθώς τραγουδάει, τους χαιρετάει χαμογελαστή απ' το καρεκλάκι της. Εκείνοι σκύβουν και τη φιλάνε, καθ όλη τη διάρκεια της νύχτας, σα να προσκυνάνε μια τοπική Αγία.
«Τρελαίνομαι, ειδικά με τη νεολαία, μου φιλούν το χέρι, με λένε Αρχόντισσα». Όσο για τους νέους τραγουδιστές: «M’ένα σουξέ καβαλάν το καλάμι, μια λέξη τραγουδάνε και μετά “δικό σας!”. Δε μου αρέσει αυτό. Πρέπει να ξέρεις πότε να χαμηλώνεις το μικρόφωνο. Επίσης τραγουδάνε όλοι με το ίδιο στυλ. Παλιά καταλάβαινες ότι αυτή που ακούς είναι η Πολύ Πάνου ή η Ριτα Σακελλαριου. Επίσης το μπουζούκι εξαφανίζεται κι αυτό με λυπεί πάρα πολύ…».
Πρόσφατα, το κοινό της Μαζόχα διευρύνθηκε ακόμα πιο πολύ, αφού εισέβαλε δυναμικά και στο χώρο του θεάτρου. Το «θέμα» μου, φαίνεται πως το είχαν πάρει χαμπάρι άλλοι πριν από μένα. Ο διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Kοζάνης Λευτέρης Γιοβανίδης, βλέποντάς τη σε μιαν αφίσα πριν από καιρό διέκρινε στην αυθεντική της παρουσία, κάτι που τον οδήγησε να ανεβάσει ένα ολόκληρο θεατρικό έργο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Ένα one-woman show με τίτλο Βραδιάζει Κυρία Γαλάτεια. «Είπα μέσα μου, Καίτη, μπήκες στο χορό και θα χορέψεις».
45280750 946254355575488 5349188631078633472 n
Η Καίτη-Τσιμπέρη Μαζόχα στην παράσταση "Βραδιάζει Κυρία Γαλάτεια".
Και το έκανε. Στην πρεμιέρα μάλιστα, ήταν πολύ κρυωμένη και για ν’ ανταπεξέλθει πέρασε πρώτα απ το νοσοκομείο κι έκανε ενδοφλέβια κορτιζόνη. Η παράσταση ταξίδεψε και στην πρωτεύουσα, στο θέατρο Άλμα. Τη ρώτησα αν θα αξιοποιούσε τώρα τη θεατρική της εμπειρία, για να επιχειρήσει να εμφανιστεί σε μουσική σκηνή της Αθήνας: “Tι να πάω να κάνω στην Αθήνα σ’ αυτήν την ηλικία; Eχω εγγόνια πλέον». Ζήλεψα το ρεαλισμό της και την αυτάρκειά της. Η Καίτη Μαζόχα είναι χορτασμένη, εισπράττει αγάπη από ένα κοινό που όλο και διευρύνεται και το απολαμβάνει: «Ολοκληρώθηκα απ’ όλες τις πλευρές». Παραμένοντας ο εαυτός της. 
Η ώρα πέρασε κι ο άντρας την περίμενε έξω απ' το καφέ για να φύγουν. Την ευχαριστήσαμε ευγενικά για την κουβέντα. Μας χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. «Πάνω απ όλα υγεία και αγάπη αγόρι μου...».
Βγήκα έξω στο κρύο της Κοζάνης νιώθοντας σαν να έχω παρακολουθήσει μια συναρπαστική ταινία.
 *Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me 

22 Φεβ 2019

Ανήσυχες μέρες με τον Σωκράτη Μάλαμα


Αν ήταν ακουαρέλα, θα ήταν σαν κι αυτήν εδώ: ένα τοπίο επαρχιακό, γκρίζο, υγρό με μυρωδιά ξύλου (Αndrew Wyeth, "Woodchopper", 1964). O Σωκράτης Μάλαμας, επηρεασμένος ίσως κι απ' τον ξυλοκόπο πατέρα του, δείχνει μια διάθεση σεβασμού για τα απλά υλικά, αρκείται σ’ αυτά για να φτιάξει τον στέρεο ήχο του και να στήσει τις ιστορίες του. Ο ήχος του δεν αλλάζει εύκολα, γιατί μάλλον δεν το χρειάζεται. Ίσως γι’ αυτό κινείται με τόση αυτάρκεια και στη μεγαλούπολη, ειδικά σε λιμάνια ή σε γωνίες πιο μοναχικές: σε μπαρ, μέσα σε αγορές, σε καφενεία. Κουβαλάει πάντα μαζί του τα λίγα αυτά στέρεα υλικά. Σ’ αυτό δεν μοιάζει καθόλου με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ο Θανάσης, αν και γνήσιο παιδί της υπαίθρου που παραμένει μάλιστα σ’ αυτή, θέλει κι άλλα, είναι πιο «εξωτικός». Βλέπει τα στάχυα στον κάμπο να παραμορφώνονται. Μια θεσσαλική ψυχεδέλεια θέλει να κάνει αυτός, όταν δεν σκέφτεται τον Satie στον Τύρναβο.  
Δεν θέλω να θίξω εδώ ευαίσθητα εθνικά θέματα, αλλά ο Μάλαμας νομίζω πως είναι γνήσιος εκπρόσωπος της «Μακεδονικής Σχολής Τραγουδοποιίας». Κλειστοί χώροι, εσωστρέφεια, μελαγχολία, εξομολογητική διάθεση. Ανατολίτης στη βάση του, έχοντας όμως και συγγένεια με τους πιο ιδιαίτερους δυτικούς singers-songwriters, τον Neil Young, τον Lou Reed. Λιτότητα στον ήχο, φωνή σαν τη χαμηλές χορδές του βιολοντσέλου. Τραγουδάει σαν τον Brassens αλλά αγαπάει και  «υποφέρει» σαν Τούρκος. Μπορεί ο ήχος του να είναι «βλοσυρός», ο ίδιος όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Θα μου πείτε, πού το ξέρεις εσύ;  Θα σας πω λίγο παρακάτω.
Δεν ήμουν ποτέ στη ζωή μου αυτός που θα φώναζε στις συναυλίες «Σωκράτη κάνε μας χάλια!».  Είχα μια πιο ήπια σχέση με τη μουσική του. Τον πρωτοάκουσα ξαφνικά το ’94 στο ραδιόφωνο: 
«Αμπέλια και χρυσές ελιές/ μοιάζεις Ελλάδα μου όπως χθες/ φωτιά κι αέρας/ στο φως της μέρας».
Ήταν ό,τι είχα ανάγκη ν’ ακούσω εκείνη την περίοδο. Ήμουν 19. Μόλις είχα τελειώσει το Λύκειο, δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Είχα κουραστεί απ τις απομιμήσεις των ’60s που κυριαρχούσαν τότε. Πολύς θόρυβος, πολύ Primal Scream και Nirvana και grunge rock. Υπήρχε μια κόπωση γενικότερα. Γύρευα κάτι που να μην εκτονώνει απλά την ένταση μου, αλλά να αγγίζει και την κρυμμένη της αιτία.  Ήταν η σωστή στιγμή για ν’ ακούσω κάτι πιο λιτό και κάτι πιο ουσιαστικό. Κι αν ήταν ελληνόφωνο αυτό, ακόμα καλύτερα. Υπήρχε μια βαθειά ανάγκη για unplugged, εκείνη την εποχή μάλιστα θα έπαιρνε παγκόσμιες διαστάσεις.
Ήθελα, παράλληλα, να έρθω σ’ επαφή με κάτι που να με παρηγορεί και να είναι πιο κοντά στις ρίζες της χώρας μου,  μιας κι είχαν βγει τότε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. (Λίγο μετά, βέβαια, άρχισε αυτή η απαίσια μόδα με τα ψεύτικα τραγούδια με ούτια).  Κατέβηκα, λοιπόν, ένα πρωί στο Metropolis κι αγόρασα το Τhe times they are a-changin' του Dylan (απ τις απομιμήσεις προτίμησα τα κανονικά 60’s). Τη μέρα εκείνη το μάτι μου έπεσε και στον Κύκλο του Μάλαμα.
R 2870189 1410561485 3120.jpeg
Παρατήρησα το εξώφυλλο: Ένας σκεπτικός Έλληνας τριανταπεντάρης, με κοψιά προλετάριου μέσα σ’ ένα μηχανουργείο. Σίγουρα λιγότερο «ηρωικός» απ’ τον εικοσάρη Dylan του άλλου εξωφύλλου. ‘Ήμασταν στην Ελλάδα του ’94 και οι εποχές είχαν σίγουρα αλλάξει.
Και να που λίγα χρόνια αργότερα, το «εξώφυλλο» έτυχε να με καλωσορίζει περιμένοντας στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου της Θεσσαλονίκης λίγο πριν απ’ το soundcheck μιας συναυλίας: «Γεια χαρά, Σωκράτης». Απ τα 25 μου έως τα 30 μου, ακολουθούσα το Μάλαμα όπου κι αν πήγαινε: Σε υπαίθρια θεατράκια, σε παραλίες, σε πλατείες χωριών, σε επαρχιακά μπαρ και σε… αεροδρόμια. Ήμουν το «παιδί» του τότε γραφείου που του έκλεινε τις συναυλίες. Τον γνώρισα, έτσι,  με άλλο τρόπο, σε ατέλειωτες ώρες μετακίνησης από πόλη σε πόλη, σε καράβια, σε καφέ ξενοδοχείων, σε στιγμές κουρδίσματος ή σιωπής στα καμαρίνια. Δηλαδή τον γνώρισα «από μέσα». Με τον καιρό, εντάχθηκα πλήρως σ’ αυτό το ιδιότυπο «μπουλούκι» του οποίου αρχηγός ήταν αυτός. Τον θυμάμαι ακόμα μ’ αυτή τη μπάσα φωνή με το παχύ «λάμδα» και το «ρο» που σέρνεται, να είναι εκεί στη ρεσεψιόν, πρώτος απ’ όλους ή τουλάχιστον πολύ πριν από κάποιους αργοπορημένους μουσικούς του. Διηγούνταν πολύ ωραία και με πολύ πλούσια γλώσσα ιστορίες για τη φύση, για τα βότανα που δοκίμαζε στο βουνό, αλλά και για άλλα πιο μεταφυσικά. Όχι σαν διανοούμενος, αλλά με λόγια καθαρά και με τρόπο χειμαρρώδη. Του άρεσε πολύ να μας μαζεύει και να τον ακούμε. Μας έδινε συμβουλές για τα κορίτσια που μας ταιριάζουν και μετά τα διέλυε όλα μιμούμενος ατάκες από καλό 70’s γερμανικό πορνό, εμπειρία που αποκομίσθηκε απ’ τα χρόνια της εφηβείας του στη Στουτγάρδη, όπου ακολούθησε τους μετανάστες γονείς του.
Θυμάμαι επίσης όλως περιέργως και το λιτό, σχεδόν ασκητικό, διαιτολόγιο του. Ποτέ δεν έτρωγε μεγάλες ποσότητες, τσιμπούσε και μιλούσε πολύ. Ίδιο ήταν και το ντύσιμο του, πουκάμισο σκούρο τζην, ζώνη, παντελόνι τζήν και μαύρα μποτάκια. Μια φορά είχε κάνει μιαν αλλαγή και είχε έρθει με άσπρα σπορτέξ, αλλά δεν του πήγαιναν καθόλου, νομίζω το κατάλαβε αμέσως κι ο ίδιος. Μιαν άλλη φορά φορούσε πουκάμισο από ύφασμα κάνναβης.
Malamas 2000
Πιο πάνω μίλησα για «βλοσυρότητα» στον ήχο του. Έτσι ξεκινάει και τις μαραθώνιες συναυλίες του, δωρικός στην αρχή μέχρι να δέσει το πρόγραμμα. Στην πορεία λύνεται. Θυμάμαι να τον απολαμβάνω πραγματικά στις συναυλίες, όταν η νύχτα πια προχωρούσε. Τότε το άγχος που συνοδεύει το στήσιμο κάθε παράστασης σιγά σιγά υποχωρούσε και σταδιακά γινόμουν απλός ακροατής. Άκουγα κρυμμένος πίσω από κάτι ηχεία, κάθε στροφή απ τους στίχους και κάθε γύρισμα της μελωδίας. Απολάμβανα επίσης και τις πρόζες του στη σκηνή, τα πειράγματα στον μπουζουξή, τις γκριμάτσες του όταν γυρνούσε να κοιτάξει τον μπασίστα του. Μοιάζει σχεδόν πανκ εκείνες τις στιγμές.
Κοιτούσα τις τραγουδίστριες του ν’ ακολουθούν την ίδια σωκρατική μέθοδο: Ωραίες φωνές χωρίς τσαλίμια, κορίτσια καθημερινά, που μπορούσες να συναντήσεις σε μια στάση λεωφορείου, συμπεριφέρονταν ως το θηλυκό alter ego του, εντός κι εκτός πάλκου. Ο ίδιος τους έδινε χώρο στη σκηνή, για ν’ αναλάβουν αυτές το γυναικείο ρόλο των τραγουδιών του. Μετά συνέχιζαν να κάθονται δίπλα του, συνοδεύοντάς τον διακριτικά, σαν μια γυναικεία ηχώ, στις δικές του μπάσες συχνότητες. Μόνο ίσως η Μελίνα Κανά με τη δική της σαγηνευτική παρουσία στο πάλκο μπόρεσε, σαν αληθινή μάγισσα πλανεύτρα, να ξεφύγει απ’ τον κανόνα.
Παρατηρούσα, επίσης, το κοινό του. Ετερόκλητο. Πολλοί «λιωμένοι» πιτσιρικάδες να υψώνουν τα χέρια, στο ένα το κουτάκι μπύρας στο άλλο το στριφτό τσιγάρο, και να τραγουδούν με κλειστά τα μάτια. Άλλοι πάλι ήταν απ αλλού: νέο-αριστερίζοντες με γυαλιά, χοντρές τσιφτετελούδες ντυμένες στα μαύρα με χαλκάδες στον αφαλό, αγρότες με έντεχνες κοτσίδες, φοιτήτριες σαν Αρετούσες, ο Γρηγόρης Ψαριανός ή άλλοι αντίστοιχοι, κι ένας σκληρός και μεθυσμένος πυρήνας από fans που τον ακολουθούσαν στα βουνά και στα λαγκάδια. Όλοι αυτοί ενώνονταν με μια κοινή ανάγκη για ένα άγριο επαρχιώτικο γλέντι που λίγο απείχε απ τη μυσταγωγία.
Τα έβλεπα όλα αυτά, κι ένιωθα ότι δεν ήμουν εντελώς εκεί. Κάτι μ’ ενοχλούσε. Σαν να χανόταν ο Μάλαμας των κατ’ ιδίαν ακροάσεών μου μέσα σ’ όλο αυτό το πανηγύρι. Αλλά αυτό είναι προσωπική άποψη.
Για τα περί ζωγραφικής υποστήριζε πως ήταν «βλάχος», αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια, έχω ακούσει απ’ τα χείλη του, εκεί που πίναμε καφέ, μια πολύ οξυδερκή κριτική για τη ζωγραφική του Van Gogh. Ποτέ μου δεν του έδειξα δικά μου έργα και μετανιώνω γι’ αυτό τώρα.
Θα κλείσω με το παρακάτω, που δείχνει ακριβώς πώς σκεφτόταν και πώς δούλευε:
Εάν εγώ ήμουν ζωγράφος, μου είχε πει μια φορά, θα έπαιρνα έναν καρπό, π.χ. ένα κουκουνάρι, και θα το πλησίαζα πολύ κοντά στα μάτια μου και θα ζωγράφιζα ό,τι βλέπω με λεπτά πινέλα με τόση λεπτομέρεια, ώστε στο τέλος το κουκουνάρι να μοιάζει με λαβύρινθο. Δεν ακολούθησα ακόμα τη συμβουλή του, αλλά την έχω πάντα στο μυαλό μου.

*Το κείμενο γράφτηκε για το site Sounds Greek to me 

26 Ιαν 2019

Καφενείο Φίλων Στέλιου Καζαντζίδη




Έβρεχε απ’ το πρωί, το μεσημέρι ήταν σκοτεινό. Όλοι εδώ στην Κοζάνη με προετοίμαζαν για τα μείον...τόσο που θα έρθουν – και να που ήρθαν. Περιμένοντας να πάρω το αυτοκίνητο απ’ το συνεργείο, πήγα και χώθηκα στο πρώτο στέκι που βρήκα μπροστά μου. Με τέτοιον καιρό, οι όποιες απαιτήσεις μας περί αισθητικής χαλαρώνουν, το μόνο που θέλουμε είναι να ζεσταθούμε.
«Καφενείο - Οι 4 Εποχές». Στο τζάμι η επιγραφή «Στηρίξτε τα παραδοσιακά & συνοικιακά καφενεία, η πιο φθηνή διασκέδαση -Σωματείο Καφεπωλών Κοζάνης». Κοίταξα ανάμεσα στις πολυκαιρισμένες σωμόν κουρτίνες, στο εσωτερικό δυο τύποι αμίλητοι έβλεπαν προς τα έξω. Έσπρωξα την πόρτα με το αυτοκόλλητο ΕΔΩ ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΜΠΑΛΑ και μπήκα μέσα παρέα με το σκουφάκι μου και τη συστολή μου. Δυο λάμπες νέον φώτιζαν μυστήρια το μέρος. Τραπέζια με πράσινη τσόχα. Στους τοίχους αντικριστά ζωγραφισμένα αλπικά τοπία στο ύφος του Bob Ross, με κυνηγούς. Την ατμόσφαιρα κυνηγιού, την τόνιζαν ακόμη πιο πολύ τα κρεμασμένα τόξα και βέλη και οι ξύλινες κεφάλες ελαφιών που ολοκλήρωναν τη διακόσμηση. Ένα κινητό φόρτιζε αργά σε μια πρίζα δίπλα στο κεφάλι του πιο μελαγχολικού απ' τους δυο θαμώνες του μαγαζιού. Πιο κει ημερολόγιο μιας περασμένης χρονιάς με την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου, μια εικόνα της Παναγίας και ένα μπαρ με χρωματιστά διακοσμητικά μπουκάλια που είχαν παραμορφωμένους λαιμούς. Τα μόνα στοιχεία που δεν απέπνεαν πλήξη, ήταν δύο καθρέφτες με τυπωμένες τις μορφές του James Dean και της Marilyn Monroe και η, πάντα ζωηρή, φωνή της Βλαχοπούλου απ’ την ανοιχτή τηλεόραση.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, ήταν άλλο. Ίσως ασυνείδητα, το στοιχείο αυτό να ήταν και ο μόνος λόγος που μπήκα στο μαγαζί: Τέσσερις φωτογραφίες του Στέλιου Καζαντζίδη σε διαφορετικές ηλικίες, «Η Ζωή του Όλη» τοποθετημένη προσεκτικά σε καδράκια στο πιο ψηλό σημείο. Στην πρώτη, νέος με μαλλί κοκοράκι και κατάλευκα δόντια, όπως οι τραγουδιστές της «χρυσής» εποχής της Sun Records. Ηχογραφεί στο στούντιο μπροστά στο, αντίστοιχης εποχής, κρεμαστό μικρόφωνο. Στο πλάι του ίσως να βρισκόταν η Μαρινέλλα με ανοιξιάτικο φορεματάκι να του κάνει διακριτικά σιγόντο. Πιο δίπλα στα 90’s, κοτσονάτος εξηντάρης γενειοφόρος να κρατάει την κιθάρα με σιγουριά. Από πάνω του, ο ήλιος του Απόδημου Ελληνισμού να τον φωτίζει νοητά και να σκορπίζει τα γκρίζα σύννεφα απ τις δικαστικές διαμάχες του με το Νικολόπουλο. Στην τρίτη, με λίγη φαβορίτα και λευκό ζιβάγκο,  ίσως την εποχή που είχε πάρει τη γενναία απόφασή του ν’ αποχωρήσει οριστικά απ το πάλκο. Και στην τελευταία φωτογραφία, νεότατος πάλι, το σκούρο βλέμμα του να έρχεται σε αντίθεση με το άσπρο του πουκάμισο, σαν είδωλο του Ινδικού κινηματογράφου.
Πρέπει να παραδεχτώ ότι ο «κόσμος» του Καζαντζίδη μου είναι ξένος. Ούτε ποντιακές ρίζες έχω απ’ όσο ξέρω, ούτε ο πατέρας μου μεράκλωνε ποτέ με τέτοια τραγούδια τις Κυριακές τα μεσημέρια, ούτε κοντινούς συγγενείς έχω που φύγαν στα ξένα. Τέλος, ποτέ δεν αισθάνθηκα το μίσος του κόσμου να με δέρνει σκληρά. Σε στίχους σαν κι αυτούς μ’ ενοχλεί η απευθείας σύνδεση με το θυμικό του λαού. Η εμμονή σ' έναν μονοδιάστατο κόσμο, η διογκωμένη εικόνα του λαϊκού, τίμιου, αδικημένου παλικαριού, που είναι μόνο του και κανείς δεν το καταλαβαίνει. Η κοινωνία, στο είδος τραγουδιού που εκπροσωπεί ο Καζαντζίδης, είναι άκαρδη, πράγμα που αληθεύει κατά βάθος, αλλά οι περισσότεροι ήρωες των συγκεκριμένων τραγουδιών δεν κάνουν κάτι γι' αυτό, δέχονται παθητικά το πεπρωμένο.
Απ' την άλλη, κάτι με συγκινεί βαθειά στον Καζαντζίδη, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς. Αποτελεί για μένα ένα μυστήριο, έναν «κόσμο» γοητευτικό που θέλω ν’ ανακαλύψω. Η ειδωλοποίηση του, το αποτύπωμα της μορφής του στο εθνικό υποσυνείδητο ως λαϊκού μεσσία, οι εκατοντάδες ανά την υφήλιο Σύλλογοι Φίλων Στέλιου Καζαντζίδη, συχνά μου φαίνονται πράγματα γραφικά. Την ίδια στιγμή, η αντοχή του και η επανακάλυψή του τη δεκαετία της Κρίσης, μου προκαλούν θαυμασμό. Το κυρίαρχο στοιχείο όμως είναι η φωνή του, τα άλλα είναι αναλύσεις κι απόψεις που αλλάζουν σαν τα πουκάμισα. Αυτή η φωνή η τόσο ταυτισμένη με τη ψυχή. Νομίζεις πως ό,τι τραγουδάει, το παθαίνει στ’ αλήθεια. Κι αυτή ακριβώς η φωνή είναι το κλειδί που όλα τα ξεκλειδώνει. Κι έτσι ανοίγεται σ’ εμάς όλους, τους άσχετους με αυτά τα θέματα, ο ζορισμένος, μισοσκότεινος αλλά γοητευτικός κόσμος του. Του Καζαντζίδη ο λυγμός, αν και βαθιά υποκειμενικός στο ξεκίνημά του, στο τέλος νιώθεις ότι αφορά τους πάντες. Κάθε είδους αδικημένο (όχι μόνο τον ταξικά αδικημένο), κάθε είδους ερωτευμένο (παράνομο, νόμιμο, ορθόδοξο, ανορθόδοξο). Κι αυτό συμβαίνει γιατί μέσα στην έντασή του, ξεχνάει τα μικροσυμφέροντά του και το μίζερο εαυτό του, και βρίσκει κάτι που αφορά περισσότερους απ' όσους κι ο ίδιος φαντάζεται. Γι αυτόν το λόγο ίσως η δική μου γενιά ανακάλυψε σχετικά νωρίς τους επιγόνους του: Την Εκδίκηση Της Γυφτιάς, τον Παπάζογλου, το Μάλαμα… Αυτή τη «φωνή» είχε ανάγκη ν’ ακούσει. Υπάρχει βέβαια και ο Θέμης Αδαμαντίδης, ένας «απευθείας» επίγονος του Καζαντζίδη, αλλά αυτός θέλει άλλη προετοιμασία για να πας να τον δεις.  Σημασία πάντως έχει να προσπαθείς. Να αντιμετωπίζεις το Ελληνικό Τραγούδι ως ένα Μαγικό θίασο με πολλά, ακόμη, ατακτοποίητα μυστικά και όχι ως ένα στείρο playlist, με τακτοποιημένα κουτάκια.
H ώρα όμως είχε περάσει. Βραδιάζει πάλι σήμερα βραδιάζει κι έρχεται η ώρα… να πάρω το αυτοκίνητο μου απ’ το συνεργείο. Αποχαιρέτησα την ιδιοκτήτρια του καφενείου («Βαρβάρα» ή «Μπάρμπι») και τους δυο βωβούς θαμώνες. Το ονειροπόλο καζαντζιδικό μου απόγευμα, είχε τελειώσει.
*Το κείμενο γράφτηκε για το site του Βύρωνα Κριτζά Sounds Greek to me  https://www.soundsgreektome.gr/stiles/loksi-matia/kafeneio-filon-steliou-kazantzidi

αρχείο

www.slowfood.com

επισκεπτεσ:

count website traffic

Αναγνώστες